-
1 καταρρασσω
1) стремительно врываться(εἰς τὸ στρατόπεδον Plut.)
2) обрушиваться, хлынуть(ὄμβροι καταρράσσουσιν Arst.)
-
2 καταράσσω
A dash down, break in pieces, ὁ παῖς ἐμπεσὼν κατήραξε (sc. τὴν κύλικα) Hippon.38:—[voice] Pass.,ἡ θύρη κατήρακται Herod.2.63
: metaph., διασείειν καὶ κ. τὰ βουλεύματα cj. for ταράττειν in Luc.Dem.Enc.38; esp. of a broken and routed army, ;κ. εἰς τὴν θάλασσαν ἅπαντας D. 23.165
; , cf. D.H.9.58, Arr.An.5.17.2: [tense] fut. [voice] Med. in pass. sense, Plu.Caes.44.II of sea-birds, κ. αὑτοὺς εἰς τὰς κεφαλὰς αὐτῶν dash down head foremost, Arist.Mir. 836a13: but more freq.2 intr., fall down, fall headlong, Clearch.44; of rain, Arist.Mu. 392b10; of rivers, εἰς τὸ Χάσμα κ. D.S.17.75, cf. Plb.10.48.7, Str.14.4.1: c. gen., τοῦ ἀγγείου, of a stream of water, Gal.10.554. (Freq. written καταρρ-, augm. κατερρ-, in part perh. correctly, if fr. κατα-ρρᾱσσω, cf. ῥάσσω, ἐπιρράσσω.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταράσσω
См. также в других словарях:
καταράσσω — (AM, Α αττ. τ. καταράττω) μσν. αράζω αρχ. 1. σπάζω σε πολλά κομμάτια, κατασυντρίβω («ὁ παῑς ἐμπεσὼν κατήραξε τὴν κύλικα», Ιππών.) 2. καταβάλλω, κατανικώ («κατήραξε δ εἰς θάλατταν ἅπαντας», Δημοσθ.) 3. διαταράσσω («διασείειν καὶ καταράσσειν τὰ… … Dictionary of Greek