-
1 κατα-πῡγίζω
κατα-πῡγίζω, widernatürliche Unzucht treiben, nach Phot. auch τὸ τὴν πυγὴν ἐπιπολὺ μεταφέρειν ἐν τῷ βαδίζειν.
-
2 καταπῡγίζω,
κατα-πῡγίζω, u. κατα-πῡγέω, widernatürliche Unzucht treiben -
3 καταπῡγέω
κατα-πῡγίζω, u. κατα-πῡγέω, widernatürliche Unzucht treiben
См. также в других словарях:
καταπυγίζω — (Α) 1. είμαι κίναιδος, ασελγής 2. (κατά τον Φώτ.) «καταπυγίζειν τὸ τὴν πυγὴν ἐπὶ πολὺ μεταφέρειν ἐν τῷ βαδίζειν». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πυγίζω «είμαι ασελγής»] … Dictionary of Greek