Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κατα-πήξ

См. также в других словарях:

  • ευπήξ — εὐπήξ, ῆγος, και δωρ. τ. ευπάξ (Α) ο ευπηγής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πηξ (< πήγνυμι), πρβλ. αντί πηξ, κατά πηξ] …   Dictionary of Greek

  • νεόπηξ — νεόπηξ, ὁ (Α) νεοπαγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πηξ (< πήγνυμι), πρβλ. κατά πηξ)] …   Dictionary of Greek

  • συμπήξ — ῆγος, ὁ, Α σύμπηκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πήξ (< πήγνυμι), πρβλ. κατα πήξ] …   Dictionary of Greek

  • πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… …   Dictionary of Greek

  • καταπήξ — καταπήξ, ῆγος, ὁ (AM, Μ και κατάπηξ, ηγος, ὁ, ἡ) μσν. 1. εγκέντρισμα, μπόλι 2. ως επίθ. μπηγμένος στο έδαφος αρχ. 1. πάσσαλος, παλούκι μπηγμένο στη γη 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὰ πηγνύμενα ἐν τοῑς ὕδασι ξύλα, ἐφ ὧν ἔδει συνέχεσθαι τὰ ἐπὶ τοῡ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»