Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

κατα-πτύω

См. также в других словарях:

  • φτύνω — πτύω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτύω και φτυώ και φτω Ν, και κατά τον Ησύχ. ψύττω Α 1. βγάζω από το στόμα μου σάλιο, εκπτύω, αποπτύω (α. «φτυούνε τα χείλη σαν από φαρμάκι», Σολωμ. β. «καὶ πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (γενικά) βγάζω από το… …   Dictionary of Greek

  • πτύο — το / πτύον, ΝΜΑ, και αττ. τ. πτέον Α νεοελλ. το φτυάρι μσν. αρχ. γεωργικό εργαλείο για το λίχνισμα τών σιτηρών στο αλώνι (α. «οὗ τὸ πτύον ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῡ καὶ διακαθαριεῑ τὴν ἅλωνα αὐτοῡ», ΚΔ β. «ἇς ἐπὶ σωρῶ αὖτις ἐγὼ πάξαιμι μέγα πτύον»,… …   Dictionary of Greek

  • θεόπτυστος — θεόπτυστος, ον (Α) ο μισητός στους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πτυστος (πτύω), πρβλ. ά πτυστος, κατά πτυστος] …   Dictionary of Greek

  • κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

  • λαπτυήρ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σφοδρῶς πτύων». [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατικό μόριο λα * + πτυήρ (πιθ. < θ. πτυ τού πτύω + επίθημα ήρ). Κατ άλλους, η λ. είναι άλλος τ. τού λαι πύηρον] …   Dictionary of Greek

  • πτύσμα — το, ΝΜΑ [πτύω] το φτύσμα, αυτό που φτύνεται κατά την απόχρεμψη, πτύελο, απόχρεμμα (α. «πτύσματα λεπτὰ καὶ ἁλυκὰ καὶ κεχρωσμένα ἀκρήτῳ χρώματι», Ιππ. β. «καὶ τι τῶν πρὸς τῷ τοίχῳ πτυσμάτων ἐπισημηναμένου», Πολ. γ. «ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν… …   Dictionary of Greek

  • χρέμπτομαι — Α (αποθ.) 1. βήχω για να βγάλω φλέμα από τους βρόγχους, για να φτύσω το απόχρεμμα, βγάζω ρόχαλο 2. φρ. «αἱματῶδες χρέμπτομαι» εκβάλλω αίμα με βήξιμο (Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χρέμπτομαι, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να συνδεθεί με το ρ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»