-
1 κατα-πρίζω
κατα-πρίζω, = Folgdm, Sp.
-
2 καταπρίσσομαι
κατά-πρίζωsaw: aor subj mid 1st sg (epic)κατά-πρίζωsaw: fut ind mid 1st sg (epic) -
3 καταπρίω,
κατα-πρίω, u. κατα-πρίζω, zersägen; zerbeißen, teilen -
4 καταπρίζω
κατα-πρίω, u. κατα-πρίζω, zersägen; zerbeißen, teilen -
5 κατεμπρισθήναι
κατά, ἐν-πρίζωsaw: aor inf passκατεμπρῑσθῆναι, κατά-ἐμπρίωsaw into: aor inf passκατά-ἐμπρίζωaor inf pass -
6 κατεμπρισθῆναι
κατά, ἐν-πρίζωsaw: aor inf passκατεμπρῑσθῆναι, κατά-ἐμπρίωsaw into: aor inf passκατά-ἐμπρίζωaor inf pass
См. также в других словарях:
καταπρίσσομαι — κατά πρίζω saw aor subj mid 1st sg (epic) κατά πρίζω saw fut ind mid 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεμπρισθῆναι — κατά , ἐν πρίζω saw aor inf pass κατεμπρῑσθῆναι , κατά ἐμπρίω saw into aor inf pass κατά ἐμπρίζω aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)