-
1 καταπορευομαι
-
2 μεταπορευομαι
1) перемещаться, передвигаться(κατὰ τὸ τῆς χώρας ἐπίπεδον Plat.)
2) искать, добиваться(ἀρχήν Polyb.)
3) преследовать(τὰ ἀδικήματα, τέν ἀσέβειαν Polyb.)
οὐκ ἰδίαν ἔχθραν οὐδεμίαν μεταπορευόμενος Lys. — не из мести за какую-л. личную неприязнь -
3 πορευω
1) перевозить, привозить, доставлять(τινὰ ἐφ΄ ἁρμάτων ἐς Ἆλιν Pind.; τινὰ ἐπὴ νεὼς ἐς δόμους Soph.; πορεῦσαι τοὺς ἐνθένδε ἐκεῖσε Plat.)
τὸν ποταμὸν π. τινά Soph. — переправлять кого-л. через реку2) отправлять, присылатьὁ πορεύσας ξένος Soph. — приславший (тебя) друг
3) med. совершать путь, передвигаться, идти, ехать(ὁδοῖς τισι NT.)
π. τοῖν ποδοῖν Xen. — передвигаться пешком;π. μακροτέραν Xen. — следовать более длинным путем;ἀφικνοῦνται πορευόμενοι εἰς Κερασοῦντα τριταῖοι Xen. — на третий день пути они прибывают в Керасунт;δι΄ οὐρανοῦ π. Plat. — (о звездах) совершать свой путь по небу;δι΄ Εὐρίπου π. Thuc. — переправляться через Эврип;π. πρὸς περίπατον Plat. — отправляться на прогулку;ἀπὸ τοῦ στρατεύματος π. Xen. — уйти в сторону от армии;πορεύεσθαι ἐς ἀγρόν Plat. — уходить в деревню (за город);ἐκτὸς π. τῶν ὑποτεθέντων λόγων Plat. — отклониться от намеченной темы4) med. переходить, проходить, пересекать(τὰ ὄρη, τὰ δύσβατα Xen.)
π. τέν εἱμαρμένην πορείαν Plat. и κατὰ τὸ ὡρισμένον NT. — совершать предназначенный путь;τίνα φυγὰν πορευθῶ ; Eur. — куда бежать мне?;διὰ τῶν ὁμολογουμένων π. Xen. — держаться в кругу общепринятых взглядов;ὑπέροπτα χερσὴν ἢ λόγῳ π. Soph. — быть надменным в действиях или словах5) med. приступать, приниматься, начинать(εἰς πόνους Plat.)
ἐπ΄ ἔργον πορεύομαι Eur. — я приступаю к делу;ἐπὴ τὰ μετά τι π. Plat. — переходить к вопросу о чем-л.;διὰ τῶν ἡδονῶν π. Xen. — предаваться наслаждениям;π. εἰς τὰ κτήματα Dem. — вступать во владение имуществом6) med. вступать в половую связь(παρά τινα Her. и πρός τινα Diog.L.)
См. также в других словарях:
παραβάλλω — ΝΜΑ παραθέτω για σύγκριση, συγκρίνω, παραλληλίζω (α. «δεν μπορώ να παραβάλω την εργασία τους, γιατί είναι και τών δύο άριστη» β. «παραβαλόντες οὖν παρ ἀλλήλους σκεψώμεθα», Πλάτ.) μσν. αρχ. προσφέρω κάτι σε κάποιον ως δόλωμα για να τόν προσελκύσω… … Dictionary of Greek
μεταπορεύομαι — (ΑΜ) [πορεύομαι] μεταβάλλω, αλλάζω αρχ. 1. πορεύομαι μετά από κάποιον, καταδιώκω κάποιον με εχθρικές διαθέσεις 2. εκδικούμαι κάποιον, τιμωρώ 3. ζητώ ή επιδιώκω να αποκτήσω κάτι, επιζητώ κάτι («οὐκ ἐτόλμα μεταπορεύεσθαι τὴν αὐτὴν ἀρχήν», Πολ.) 3.… … Dictionary of Greek
περιπατώ — περιπατῶ, έω, ΝΜΑ, και περπατώ, άω, πορπατώ, προπατώ και προβατώ Ν 1. πηγαίνω πεζή, πεζοπορώ, βαδίζω (α. «περπατήσαμε δύο ώρες ώσπου να φθάσουμε» β. «σαν πελελό περιπατείς και τρέχεις», Ερωτόκρ. γ. «περιπατούν οι λέοντες ζητούντες τα κοπάδια»,… … Dictionary of Greek
πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… … Dictionary of Greek
σύρω — ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν 1. έλκω, τραβώ (α. «τόν έπιασε και τόν έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.) 2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της») 3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
άγω — (Α ἄγω) 1. οδηγώ, φέρνω, κατευθύνω, διευθύνω στα αρχ. χρησιμοποιείται συνήθως για έμψυχα σε αντιδιαστολή προς το φέρω που χρησιμοποιείται για άψυχα με την ίδια σημασία και χρήση απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (απρμφ. a ke) 2. μεταβαίνω σε κάποιο τόπο,… … Dictionary of Greek
έρρω — ἔρρω (Α) 1. πορεύομαι ή βαδίζω αργά και με κόπο, ιδίως για τον Ήφαιστο που ήταν χωλός («αὐτὰρ ὁ ἔρρων πλησίον», Ομ. Ιλ.) και για τον Οδυσσέα («ἣ μ’ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο» μέ συνάντησε να περιπλανιέμαι μόνος, Ομ. Οδ.) 2. πηγαίνω, μεταβαίνω κάπου 3 … Dictionary of Greek
έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… … Dictionary of Greek
λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… … Dictionary of Greek
μεσοπορώ — (Α μεσοπορῶ, έω) [μεσοπόρος] 1. πορεύομαι ή πλέω στο μέσο 2. είμαι ή βρίσκομαι στο μέσο τής πορείας, μεσοστρατίς αρχ. μτφ. (για φρούτο) δεν έχω ωριμάσει εντελώς, είμαι στη μέση τής ωρίμασης («μεσοπορούσης τῆς κατὰ τὴν ὀπώραν ἀκμῆς», Διοσκ.) … Dictionary of Greek
μετάγω — (ΑM μετάγω) μεταφέρω κάτι από έναν τόπο σε άλλο («πάντα τὸν πόλεμον μετάξειν εἰς τὴν Λιβύην», Διόδ.) μσν. αρχ. 1. μεταβιβάζω («πᾱσαν τὴν ἀρχὴν Ῥωμαίων εἰς ἐαυτὸν καὶ τοὺς παῑδας μεταγαγεῑν καὶ βεβαιώσασθαι ἠθέλησε», Ηρωδιαν.) 2. οδηγώ κάποιον από … Dictionary of Greek