-
1 καταπνιγω
1) сдавливать, сжимать(τὰς φύσας Arst.)
ἐν τοῖς καταπεπνιγμένοις (sc. τόποις) οἰκεῖν Arst. — жить в помещениях со спертым воздухом2) подавлять, задерживать, останавливать(τέν αὔξησιν Plut.)
οἱ καταπνιγόμενοι ἄνθρακες Arst. — гаснущие угли;φωναὴ καταπεπνιγμέναι Arst. — заглушенные звуки;καταπνιγόμενα ἐν τῷ σώματι ὑγρά Arst. — задерживаемая в теле влага
См. также в других словарях:
καταπνῖγον — κατά πνίγω choke pres part act masc voc sg κατά πνίγω choke pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπνίξαντας — κατά ἀπονίζω wash off aor part act masc acc pl καταπνί̱ξαντας , κατά πνίγω choke aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεπνῖχθαι — κατά πνίγω choke perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπνιγεῖεν — κατά πνίγω choke aor opt pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπνιγεῖσαν — κατά πνίγω choke aor part pass fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπνιγείη — κατά πνίγω choke aor opt pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπνιγείς — κατά πνίγω choke aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπνιγείσης — κατά πνίγω choke aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπνιγῆναι — κατά πνίγω choke aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπνιγῇ — κατά πνίγω choke aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπνιγέντος — κατά πνίγω choke aor part pass masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)