-
1 κατα-πνίγω
κατα-πνίγω (s. πνίγω), ersticken, erwürgen, Sp.; auch von Feuer u. Kohlen, Arist. de mort. 5; γόγγρον κατέπνιξ' ἐν ἅλμῃ τοῦτον εὐανϑεστέρᾳ Sotad. bei Ath. VII, 293 d; – auch übertr., καὶ διαφϑείρει τὴν αὔξησιν τῆς ἀμπέλου Plut. reipubl. ger. praec. 12.
-
2 καταπνίγω
κατα-πνίγω, ersticken, erwürgen; auch von Feuer u. Kohlen
См. также в других словарях:
καταπνῖγον — κατά πνίγω choke pres part act masc voc sg κατά πνίγω choke pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπνίξαντας — κατά ἀπονίζω wash off aor part act masc acc pl καταπνί̱ξαντας , κατά πνίγω choke aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεπνῖχθαι — κατά πνίγω choke perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπνιγεῖεν — κατά πνίγω choke aor opt pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπνιγεῖσαν — κατά πνίγω choke aor part pass fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπνιγείη — κατά πνίγω choke aor opt pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπνιγείς — κατά πνίγω choke aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπνιγείσης — κατά πνίγω choke aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπνιγῆναι — κατά πνίγω choke aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπνιγῇ — κατά πνίγω choke aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπνιγέντος — κατά πνίγω choke aor part pass masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)