-
1 καταπλεω
ион. καταπλώω (fut. καταπλεύσομαι)1) приплывать, прибывать (на корабле), причаливать(ἔνθα Hom.; ἐς Αἶαν, ἐπὴ Ἑλλησπόντου Her.; ἐκ Πόντου Ἀθήναζε, εἰς τέν γῆν Xen.; εἰς τέν χώραν NT.; νεωστὴ καταπεπλευκώς Plat.)
2) плыть вниз по течению(ἐς τὸν Εὐφρήτην ἐς Βαβυλῶνα Her.; εἰς θάλασσαν Arst.)
3) возвращаться (морем), плыть обратно(ἐς τέν Φώκαιαν Her.)
-
2 επικρατεω
1) иметь власть, господствовать, повелевать(νήσοισιν Hom.)
ὅτ΄ ἐπικρατέωσιν ἄνακτες οἱ νέοι Hom. — когда власть принадлежит молодым хозяевам2) получать перевес, одерживать верх, побеждать(ἐ. ἢ ἀπόλλυσθαι Her.; χρησμὸς ἡμῖν ἐστιν ἐ. Arph.)
ἐ. τῇ στάσι (= στάσει) Her. и ἐν διαστάσει Arst. — выйти победителем из распри;ἐ. τινος παρὰ τῷ βασιλέϊ Her. — одержать верх над кем-л. на царском суде;ἐ. τὰ πλέω τοῦ πολέμου Thuc. — добиться военной победы;ἐ. ταῦτα γίγνεσθαι Thuc. — настоять на этом;τοῦ πυρὸς ἐπικρατῆσαι Her. — потушить огонь (костра)3) иметь перевес, превосходить, быть сильнее или преобладать(πλήθεϊ Her.; τῷ πεζῷ Thuc.)
κατὰ τὸ ἐπικρατοῦν Arst. — в зависимости от преобладающего элемента4) получать власть, становиться господином(τῆς θαλάσσης Her.)
5) завладевать, захватывать(τῶν νεῶν Her.)
ἐ. τῶν πραγμάτων Her. — захватить власть;τῆς καθ΄ ἡμέραν ἀναγκαίου τροφῆς ἐ. Thuc. — добывать себе повседневное пропитание
См. также в других словарях:
πλέω — και πλέγω έπλευσα 1. κινούμαι, ταξιδεύω στη θάλασσα, στο ποτάμι, στη λίμνη, αρμενίζω: Πλέαμε κατά το ανοιχτό πέλαγος. 2. επιπλέω: Ορισμένα σώματα πλέουν στο νερό. 3. για αφθονία, υπερβολή: Το πρόσωπό του έπλεε στο αίμα. – Αυτός πλέει στα αγαθά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακτοπλοΐα — Κατά λέξη, ο πλους κοντά στις ακτές. Ειδικότερα, η συγκοινωνία μεταξύ των λιμανιών μιας χώρας αλλά και η σχετική ναυτιλία (βλ. λ. ναυσιπλοΐα). * * * η Ναυτ. 1. η ναυσιπλοΐα κοντά στην ακτή. Η τέχνη τής πλεύσης με τη βοήθεια χαρακτηριστικών… … Dictionary of Greek
καταπλέω — (AM καταπλέω, Α και ιων. τ. καταπλώω) 1. πλέω από το πέλαγος προς την ακτή, κατευθύνομαι με πλοίο προς το λιμάνι, εισέρχομαι σε λιμάνι ή όρμο, ελλιμενίζομαι, προσορμίζομαι 2. φρ. «καταπλέω τον ποταμό(ν)» πλέω προς τις εκβολές, κατά το ρεύμα τού… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
νέω — (I) νέω (Α) 1. πλέω, κολυμπώ 2. μτφ. (για υπόδημα) είμαι δυσανάλογα μεγάλος («ἔνεον ἐν ταῑς ἐμβάσιν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νέω < *νέfω συνδέεται με το ρ. νήχω*, αλλά εμφανίζει θέμα με ε , πιθ. αναλογικά προς το πλέω / ἔπλευσα. Μερικοί… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
διαπλέω — (AM διαπλέω) 1. πλέω μέσα από πέλαγος, πορθμό κ.λπ., από τη μία ακτή ώς την απέναντι 2. μτφ. «διαπλέω τον βίον» περνώ τη ζωή μου, διαβιώ αρχ. 1. πλέω σε ή κατά μήκος 2. περνώ (πλέοντας ή κολυμπώντας) μέσα από κάτι … Dictionary of Greek
πλέγω — (I) και πλέκω και πλέχω ΝΜ πλέω, επιπλέω, κολυμπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἔπλεξα < ἔπλευσα / ἔπλεψα (με ανομοιωτική τροπή τού ψ σε ξ ) αόρ. τού πλέω (πρβλ. παύω: έπαυσα / έπαψα), κατά το σχήμα: άνοιξα ανοίγω]. (II) Ν (διαλ. τ.) βλ. πλέκω … Dictionary of Greek