-
1 κατα-πλαγής
κατα-πλαγής, ές, erschrocken, furchtsam; καταπλαγεῖς γενόμενοι τὴν τοῦ Πύῤῥου ἔφοδον, = καταπλαγέντες, Pol. 1, 7, 6. Auch καταπληγής.
-
2 καταπλαγής
κατα-πλαγής, ές, erschrocken, furchtsam
См. также в других словарях:
κρατοπλαγής — κρατοπλαγής, ές (Α) αυτός που χτυπήθηκε στο κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράς, κρατός (ὁ/ἡ) «κεφάλι» + πλαγής (< θ. πλαγ , πρβλ. ἐ πλάγ ην, παθ. αόρ. β τού πλήσσω), πρβλ. εκ πλαγής, κατα πλαγής] … Dictionary of Greek