-
1 καταπιπρασκω
(aor. pass. καταπρᾱθείς) продаватьτὸ καταπραθέν Luc. — выручка от продажи
См. также в других словарях:
πλουτοπράτης — ὁ, Μ αυτός που κατά κάποιον τρόπο πουλά τον πλούτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + πράτης (< θ. πρα τού πιπράσκω «πουλώ»), πρβλ. αρτο πράτης, οινο πράτης] … Dictionary of Greek