-
1 κατα-πιέζω
κατα-πιέζω, herunter-, niederdrücken, zusammendrücken, Sp., wie Ios.
-
2 πιέζω
πιέζω, dor. πιάζω, πιάξας Theocr. 4, 35, bei Sp., wie N. T., auch πιάσαι, ἐπιάσϑη, ion. im pass. πεπίεγμαι, ἐπιέχϑην, Hippocr.; s. auch das Vor.; – drücken, festdrücken, festhalten, zwängen; χειρὶ δ' ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα, Il. 16, 510; ἐν δεσμοῖσι, Od. 12, 164, wie ἐν δεσμοῖς κρατεροῖσι πιεσϑείς 8, 336; πιέζει στέρνα, Pind. P. 1, 19; übertr., ἐν ϑυμῷ πιέσαις χόλον, Ol. 6, 37; τοὺς ἀπωρφανισμένους νῆστις πιέζει λιμός, Aesch. Ch. 248, vgl. 299, bedrängen, ängstigen, quälen, wie Her. 4, 11. 9, 60. 63; τὴν τύχην λίαν πιέζειν, Eur. Suppl. 249; πιέζειν τοὺς ὑπευϑύνους, Ar. Equ. 259; auch αὐχμὸς πιέζει τὰς ἀμπέλους, die Dürre ist den Weinstöcken schädlich, Nubb. 1104; πιέζει με ἡ ἀνάγκη, 436; sp. D., σῶμα πιέσας κυδαλίμοις καμάτοις, Ep. ad. 685 ( Plan. 21); in Prosa, auch festdrücken, festhalten, fest behaupten, οἷόν περ σφόδρα πιέσαντες μὴ ἀνῶμεν, Plat. Legg. XII, 965 d; auch widerlegen, τοῦτο τὸ ὄνομα φαίνεται τὸν Ἀναξαγόραν πιέζειν, Crat. 409 a; ταῖς συμφοραῖς πιέζεσϑαι, Xen. Cyr. 7, 2, 20; τῷ πολέμῳ πιεζόμενοι, Pol. 5, 29, 1; βραχὺ πιεσϑῆναι τῇ χώρᾳ κατὰ τὴν μάχην, ein wenig zu weichen genöthigt werden, 2, 33, 8.
-
3 πιέζω
πιέζω, drücken, festdrücken, festhalten, zwängen; übertr., τοὺς ἀπωρφανισμένους νῆστις πιέζει λιμός, bedrängen, ängstigen, quälen; αὐχμὸς πιέζει τὰς ἀμπέλους, die Dürre ist den Weinstöcken schädlich; festdrücken, festhalten, fest behaupten; widerlegen; βραχὺ πιεσϑῆναι τῇ χώρᾳ κατὰ τὴν μάχην, ein wenig zu weichen genötigt werden -
4 καταπιέζει
κατά-πιέζωEp..imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic)κατά-πιέζωEp..pres imperat act 2nd sg (attic epic)κατά-πιέζωEp..pres ind mp 2nd sgκατά-πιέζωEp..pres ind act 3rd sgκατά-πιεζέωEp..pres imperat act 2nd sg (attic epic)κατά-πιεζέωEp..imperf ind act 3rd sg (attic epic) -
5 καταπιέζεις
κατά-πιέζωEp..imperf ind act 2nd sg (attic epic ionic)κατά-πιέζωEp..pres ind act 2nd sgκατά-πιεζέωEp..imperf ind act 2nd sg (attic epic) -
6 καταπιέσαι
κατά-πιέζωEp..aor inf actκαταπιέσαῑ, κατά-πιέζωEp..aor opt act 3rd sg -
7 κατεπίεζον
κατά-πιέζωEp..imperf ind act 3rd plκατά-πιέζωEp..imperf ind act 1st sg -
8 καταπιάζειν
κατά, ἀπό-ἰάζωpres inf act (attic epic)κατά-πιάζωpres inf act (attic epic)κατά-πιέζωEp..pres inf act (attic epic doric) -
9 καταπιεζόμενος
κατά-πιέζωEp..pres part mp masc nom sg -
10 καταπιεσθέντας
κατά-πιέζωEp..aor part pass masc acc pl -
11 καταπιεσθέντες
κατά-πιέζωEp..aor part pass masc nom /voc pl -
12 καταπιεσθήσεσθαι
κατά-πιέζωEp..fut inf pass -
13 καταπιεσθήσεσθε
κατά-πιέζωEp..fut ind pass 2nd pl -
14 καταπιεσθήσονται
κατά-πιέζωEp..fut ind pass 3rd pl -
15 καταπιέζειν
κατά-πιέζωEp..pres inf act (attic epic) -
16 καταπιέζεσθαι
κατά-πιέζωEp..pres inf mp -
17 καταπιέζοιτο
κατά-πιέζωEp..pres opt mp 3rd sg -
18 καταπιέζομαι
κατά-πιέζωEp..pres ind mp 1st sg -
19 καταπιέζοντος
κατά-πιέζωEp..pres part act masc /neut gen sg -
20 καταπιέζουσα
κατά-πιέζωEp..pres part act fem nom /voc sg (attic epic doric ionic)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… … Dictionary of Greek
καταπιέζει — κατά πιέζω Ep.. imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) κατά πιέζω Ep.. pres imperat act 2nd sg (attic epic) κατά πιέζω Ep.. pres ind mp 2nd sg κατά πιέζω Ep.. pres ind act 3rd sg κατά πιεζέω Ep.. pres imperat act 2nd sg (attic epic) κατά πιεζέω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπιέζεις — κατά πιέζω Ep.. imperf ind act 2nd sg (attic epic ionic) κατά πιέζω Ep.. pres ind act 2nd sg κατά πιεζέω Ep.. imperf ind act 2nd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπιέσαι — κατά πιέζω Ep.. aor inf act καταπιέσαῑ , κατά πιέζω Ep.. aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεπίεζον — κατά πιέζω Ep.. imperf ind act 3rd pl κατά πιέζω Ep.. imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπιάζειν — κατά , ἀπό ἰάζω pres inf act (attic epic) κατά πιάζω pres inf act (attic epic) κατά πιέζω Ep.. pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπιεζόμενος — κατά πιέζω Ep.. pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπιεσθῇ — κατά πιέζω Ep.. aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπιεσθέντας — κατά πιέζω Ep.. aor part pass masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπιεσθέντες — κατά πιέζω Ep.. aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπιεσθήσεσθαι — κατά πιέζω Ep.. fut inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)