Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κατα-πεζεύω

См. также в других словарях:

  • πεζός — ή, ό / πεζός, ή, όν, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που πορεύεται με τα πόδια μεταβαίνοντας από τον έναν τόπο στον άλλο, πεζοπόρος, σε αντιδιαστολή με τον εποχούμενο ή έφιππο 2. οδοιπόρος, αυτός που πορεύεται στην ξηρά, όχι όμως κατ ανάγκη και με… …   Dictionary of Greek

  • απλικεύω — (Μ ἀπλικεύω) 1. σταθμεύω, στρατοπεδεύω 2. εγκαθίσταμαι, μένω («διωγμένοι από τους Τούρκους απλίκεψαν στα νησιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. applicare (castra) «στρατοπεδεύω», κατά το πεζεύω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»