-
1 καταπαιδεραστεω
См. также в других словарях:
καταπεπαιδεραστηκέναι — κατά παιδεραστέω to be a lover of boys perf inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 καταπαιδεραστεω
καταπεπαιδεραστηκέναι — κατά παιδεραστέω to be a lover of boys perf inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)