-
1 καταπελταφεσία
A v. καταπαλτ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπελταφεσία
См. также в других словарях:
πέλτης — ὁ, Α 1. είδος παστωμένου ψαριού τού Νείλου 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «εἶδος ταρίχου» β) «θρᾴκιον ὅπλον» … Dictionary of Greek
καταπέλτης — Αρχαία πολεμική μηχανή, με την οποία εκτόξευαν λίθους και πυρακτωμένες ή εύφλεκτες ύλες σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων. Συνήθως περιλάμβανε ένα είδος μεγάλης κουτάλας, όπου τοποθετούσαν το υλικό που προοριζόταν για εκτόξευση. Η κουτάλα… … Dictionary of Greek
πελταστικός — ή, όν, Α [πελταστής] 1. έμπειρος, ικανός στον χειρισμό τής πέλτης 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πελταστική (ενν. τέχνη) η δεξιότητα τού πελταστού 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πελταστικόν (περιληπτ.) το στρατιωτικό σώμα που το αποτελούσαν πελταστές 4. (ως επίρρ.… … Dictionary of Greek