-
1 κατα-ξενόω
κατα-ξενόω, gastlich aufnehmen, im pass., Aesch. Ch. 695.
-
2 καταξενόω
-
3 καταξενοω
(только part. pf.- pass.) оказывать радушный приемκατεξενωμένος Aesch. — гостеприимно встреченный
1 κατα-ξενόω
κατα-ξενόω, gastlich aufnehmen, im pass., Aesch. Ch. 695.
2 καταξενόω
3 καταξενοω
κατεξενωμένος Aesch. — гостеприимно встреченный