-
1 κατανευω
(fut. κατανεύσομαι и κατανεύσω)1) кивать в знак согласия, тряхнуть(κεφαλῇ τινι Hom.; τινὴ χαίταις Pind.)
2) давать знак(κρατὴ κατανεύων Hom.; κ. τινὴ ποιεῖν τι NT.)
3) знаменовать или обещать, сулить(τινὴ νίκην καὴ μέγα κῦδος Hom.; κατανεῦσαι ἥξειν Polyb.)
4) соглашаться(κατένευσε ὅ Κλεινίας Plat.)
κάρτα ἀέκων κατανεύει Her. — он весьма неохотно дает согласие -
2 νευσις
I- εως ἥ [νέω II] плавание Arst.II- εως ἥ [νεύω] склонение, наклон, тяготение(εἰς τὸ μέσον Plat.; κατὰ βάρος Plut.)
См. также в других словарях:
νεύω — (ΑΜ νεύω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά 2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με… … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
οφρύς — η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς) 1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που τό καλύπτει, το φρύδι 2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
προσνεύω — ΝΑ [νεύω] (αμτβ.) συμφωνώ νεύοντας καταφατικά, συγκατανεύω αρχ. 1. γέρνω το κεφάλι προς το μέρος κάποιου 2. παρουσιάζω κλίση προς μια κατεύθυνση 3. (ιδίως στην πάλη) πέφτω επάνω 4. (για γεωγραφικές θέσεις) βλέπω προς μια διεύθυνση («ἢ πολὺ τὴν… … Dictionary of Greek