-
1 κατα-ναρκάω
κατα-ναρκάω, eigtl. erstarren machen; durch häufiges Fordern lästig fallen, τινός, N. T. – Pass. ganz erstarren, Hippocr.
-
2 καταναρκάω
κατα-ναρκάω, eigtl. erstarren machen; durch häufiges Fordern lästig fallen. Pass. ganz erstarren
См. также в других словарях:
νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… … Dictionary of Greek