-
1 κατα-νίσσομαι
κατα-νίσσομαι, = κατανέομαι; ἐξ ὀρέων κατανίσσεται Ap. Rh. 2, 976; Hermesian. bei Ath. XIII, 598 d.
-
2 κατενίσσετο
κατά-νίσσομαιgo: imperf ind mp 3rd sg
См. также в других словарях:
κατενίσσετο — κατά νίσσομαι go imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)