-
1 καταμαρπτω
догонять(τινά Hom.)
ὅτε μιν κατέμαρπτε διώκων Hom. — когда он, преследуя, настигал его;ἐπεὴ κατὰ γῆρας ἔμαρψεν Hom. — с тех пор, как одолела старость
См. также в других словарях:
μέροψ — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Τριόπα ή του Ύαντα. Βασίλευε στο νησί της Κω, το οποίο ονομαζόταν Μερόπη από το όνομά του, αλλά και Κως από την κόρη του. Παιδιά του ήταν επίσης η Ηπιόνη, γυναίκα του Ασκληπιού, και ο… … Dictionary of Greek