-
1 κατα-μωμάομαι
κατα-μωμάομαι, dep. med., sehr tadeln, Sp.
-
2 καταμωμάομαι
См. также в других словарях:
καταμωμήσῃ — κατά μωμάομαι find fault with aor subj mp 2nd sg (attic ionic) κατά μωμάομαι find fault with fut ind mp 2nd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμωμήσαιτο — κατά μωμάομαι find fault with aor opt mp 3rd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμωμήσονται — κατά μωμάομαι find fault with fut ind mp 3rd pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμωμώμενοι — κατά μωμάομαι find fault with pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμωμήσαιτ' — καταμωμήσαιτο , κατά μωμάομαι find fault with aor opt mp 3rd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)