Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κατα-μεθύσκω

См. также в других словарях:

  • τερύσκομαι — Α 1. (κυρίως στο γ εν. πρόσ.) τερύσκεται (κατά τον Ησύχ.) «νοσεῑ, φθίνει» 2. (στο γ εν. πρόσ. τού παρατ.) (κατά τον Ησύχ.) «ἐτείρετο». [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρυς, τέρυ «ασθενής» + επίθημα σκω (πρβλ. μέθυ: μεθύσκω)] …   Dictionary of Greek

  • μεθώ — (Μ μεθώ, άω) 1. κάνω κάποιον να μεθύσει, μεθύσκω («τόν μέθυσαν και μετά τόν έκλεψαν») 2. μτφ. α) προκαλώ σε κάποιον ηδονικό συναίσθημα β) σκοτίζω τον νου, ζαλίζω γ) προκαλώ σε κάποιον ψυχική έξαρση ή ενθουσιασμό 3. βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»