Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κατα-μαστεύω

См. также в других словарях:

  • μαστεύω — (Α μαστεύω και ματεύω) ζητώ, αναζητώ κάποιον ή κάτι νεοελλ. προσπαθώ να ανακαλύψω υπόγεια ύδατα αρχ. 1. επιζητώ, έχω ανάγκη, χρειάζομαι («τὰ ἐοικότα πὰρ δαιμόνων μαστεύειν», Πίνδ.) 2. επιδιώκω να κάνω κάτι, επιθυμώ ή αγωνίζομαι να επιτύχω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • καταμαστευούσης — κατά μαστεύω seek pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματεύω — και ματῶ, έω, αιολ. τ. μάτημι (Α) 1. μαστεύω, αναζητώ, ανιχνεύω, ψάχνω («ματεύει δ ὧν ἀνευρήσει φόνον», Αισχύλ.) 2. επιζητώ να πράξω κάτι, αγωνίζομαι να κάνω κάτι («μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι», Πίνδ.) 3. ερευνώ, εξετάζω («εἰ δ ἄρα μὴ κνώσσων τὺ τὰ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»