-
1 κατα-μαργάω
κατα-μαργάω, ion. - μαργέω, ganz rasend, unsinnig sein, φϑόνῳ Her. 8, 125.
-
2 καταμαργάω
κατα-μαργάω, ganz rasend, unsinnig sein
1 κατα-μαργάω
κατα-μαργάω, ion. - μαργέω, ganz rasend, unsinnig sein, φϑόνῳ Her. 8, 125.
2 καταμαργάω