1 κατα-λῑπαρέω
κατα-λῑπαρέω, sehr flehen, Luc. Catapl. 4 D. D. 25, 2 u. Sp.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > κατα-λῑπαρέω
2 καταλῑπαρέω
Wörterbuch altgriechisch-deutsch > καταλῑπαρέω
3 καταλιπαρεω
Древнегреческо-русский словарь > καταλιπαρεω