-
1 κατα-ληΐζομαι
κατα-ληΐζομαι, ausplündern, verheeren, VLL.
-
2 κατεληίσατο
κατά-ληίζομαιseize: aor ind mid 3rd sg (attic)κατά-ληίζομαιseize: aor ind mp 3rd sgκατεληΐσατο, κατά-ληίζομαιseize: aor ind mp 3rd sg -
3 καταληίζον
κατά-ληίζομαιseize: pres part act masc voc sg (attic)κατά-ληίζομαιseize: pres part act neut nom /voc /acc sg (attic) -
4 κατεληίζετο
κατά-ληίζομαιseize: imperf ind mp 3rd sg (attic)κατεληΐζετο, κατά-ληίζομαιseize: imperf ind mp 3rd sg -
5 κατεληίζοντο
κατά-ληίζομαιseize: imperf ind mp 3rd pl (attic)κατεληΐζοντο, κατά-ληίζομαιseize: imperf ind mp 3rd pl -
6 κατελήιζον
κατά-ληίζομαιseize: imperf ind act 3rd pl (attic)κατά-ληίζομαιseize: imperf ind act 1st sg (attic) -
7 καταληίζοντες
κατά-ληίζομαιseize: pres part act masc nom /voc pl (attic) -
8 καταληΐζομαι
κατα-ληΐζομαι, ausplündern, verheeren -
9 συγκατεληίζοντο
σύν, κατά-ληίζομαιseize: imperf ind mp 3rd pl (attic)συγκατεληΐζοντο, σύν, κατά-ληίζομαιseize: imperf ind mp 3rd pl -
10 κατελήζοντο
-
11 κατελῄζοντο
См. также в других словарях:
κατεληίσατο — κατά ληίζομαι seize aor ind mid 3rd sg (attic) κατά ληίζομαι seize aor ind mp 3rd sg κατεληΐσατο , κατά ληίζομαι seize aor ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληίζον — κατά ληίζομαι seize pres part act masc voc sg (attic) κατά ληίζομαι seize pres part act neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεληίζετο — κατά ληίζομαι seize imperf ind mp 3rd sg (attic) κατεληΐζετο , κατά ληίζομαι seize imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεληίζοντο — κατά ληίζομαι seize imperf ind mp 3rd pl (attic) κατεληΐζοντο , κατά ληίζομαι seize imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατελήιζον — κατά ληίζομαι seize imperf ind act 3rd pl (attic) κατά ληίζομαι seize imperf ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληίζοντες — κατά ληίζομαι seize pres part act masc nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατελῄζοντο — κατά ληίζομαι seize imperf ind mp 3rd pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκατεληίζοντο — σύν , κατά ληίζομαι seize imperf ind mp 3rd pl (attic) συγκατεληΐζοντο , σύν , κατά ληίζομαι seize imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)