-
1 κατακαλεω
1) звать, вызывать(ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθείς Thuc.)
; med. звать к себе(Ἀθήναζε Plut.)
2) звать обратно(τοὺς φεύγοντας Polyb.)
3) призывать (на помощь)(τοὺς θεούς Plut.)
-
2 εγκαλεω
(fut. ἐγκαλέσω, pf. ἐγκέκληκα; fut. pass. ἐγκληθήσομαι)1) заявлять претензию, требовать(τι Xen.)
2) требовать по суду, искать в судебном порядке(χρέος Isocr.; τὰς ὀγδοήκοντα μνᾶς Dem.)
3) упрекать, порицать, винить(τινί τι Soph., Plat., Luc., Plut. и τινί τινος Plut., τινι Arst.; τι Thuc., Plat.)
χόλον ἐ. κατά τινος, Soph. — гневно порицать кого-л.;τὸ νεῖκος ἐ. Soph. — винить в ссоре;ἐγκαλεῖται τῇ τύχῃ impers. Arst. — вину сваливают (обычно) на судьбу4) юр. привлекать к ответственности, обвинять(τινι ἀδίκημά τι Plat.; τινι περί τινος Isocr.)
οἱ ἐγκαλέσαντες Arst. — обвинители;τὰ ἐγκαλούμενα Polyb. — обвинения
См. также в других словарях:
αλέκτωρ — (I) (Α ἀλέκτωρ) κόκορας, πετεινός αρχ. 1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές 2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ* (για άλλες σημασίες τής λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός»… … Dictionary of Greek
κλέω — κλέω, επικ. τ. κλείω (Α) 1. λέγω για κάποιον ή για κάτι, γνωστοποιώ κάτι, φημίζω, ψάλλω, εγκωμιάζω κάτι («ἔργ ἀνδρῶν... τά τε κλείουσιν ἀοιδοί», Ομ. Οδ.) 2. καλώ, ονομάζω («ἐνθα περ ἀκταί κλείονται Παγασαί Μαγνήτιδες», Απολλ. Ρόδ.) 3. μέσ.… … Dictionary of Greek