-
1 κατα-κτενίζω
κατα-κτενίζω, durchkämmen, striegeln, ἐβάδιζον κατεκτενισμένοι τὰς κόμας ἐπὶ τὸ μετάφρενον Ath. XII, 525 e; a. Sp.
-
2 κατεκτενισμένων
κατά-κτενίζωcomb: perf part mp fem gen plκατά-κτενίζωcomb: perf part mp masc /neut gen pl -
3 κατεκτενισμένη
κατά-κτενίζωcomb: perf part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 κατεκτενισμένοι
κατά-κτενίζωcomb: perf part mp masc nom /voc pl -
5 κατεκτένιξεν
κατά-κτενίζωcomb: aor ind act 3rd sg -
6 κατακτενίζω
κατα-κτενίζω, durchkämmen, striegeln
См. также в других словарях:
κατεκτενισμένων — κατά κτενίζω comb perf part mp fem gen pl κατά κτενίζω comb perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεκτενισμένη — κατά κτενίζω comb perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεκτενισμένοι — κατά κτενίζω comb perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεκτένιξεν — κατά κτενίζω comb aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεκτήρ — και ποκτήρ, ῆρος, ὁ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ τὸ δέρμα τίλλων». [ΕΤΥΜΟΛ. < πέκω «κτενίζω, ξαίνω» + επίθημα τήρ (πρβλ. μυκ τήρ). Στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται τ. pekitira = πέκτρια. Ο παράλληλος τ. ποκτήρ κατ επίδραση τού πόκος] … Dictionary of Greek