Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κατα-κτενίζω

См. также в других словарях:

  • κατεκτενισμένων — κατά κτενίζω comb perf part mp fem gen pl κατά κτενίζω comb perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεκτενισμένη — κατά κτενίζω comb perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεκτενισμένοι — κατά κτενίζω comb perf part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεκτένιξεν — κατά κτενίζω comb aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεκτήρ — και ποκτήρ, ῆρος, ὁ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ τὸ δέρμα τίλλων». [ΕΤΥΜΟΛ. < πέκω «κτενίζω, ξαίνω» + επίθημα τήρ (πρβλ. μυκ τήρ). Στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται τ. pekitira = πέκτρια. Ο παράλληλος τ. ποκτήρ κατ επίδραση τού πόκος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»