-
1 κρινω
(ῑ) (pf. κέκρῐκα; med.: aor. ἐκρῑνάμην, pf. κέκρῐμαι; pass.: aor. ἐκρίθην с ῐ - дор. κρίθην, pf. κέκρῐμαι, эп. part. κρινθείς)1) отделять, разделять(καρπόν τε καὴ ἄχνας Hom.)
2) разделять, распределять или выстраивать(ἄνδρας κατὰ φῦλα Hom.)
3) различать(τούς τε ἀγαθοὺς καὴ τοὺς κακούς Xen.; τὸ ἀληθές τε καὴ μή Plat.)
4) выбирать, избирать(φῶτας ἀρίστους, τινὰ ἐκ πάντων Hom.)
; выбирать, оказывать предпочтение, предпочитать(ἄφθονον ὄλβον Aesch.; τὸν Ἀπόλλω πρὸ Μαρσύου Plat.)
τὰ ὑφ΄ ὑμῶν κριθέντα Isocr. — то, что вами одобрено5) разбирать(δίκην Her.; κρίσιν Plat.)
κ. τὰς θεάς Eur. — разбирать спор богинь6) (раз)решать, улаживать(νείκεα Hom.)
κρίνεσθαι δίκῃ Thuc. — разрешать свой спор в порядке арбитража7) выносить решение, постановлять(περί τινος Plat.)
κ. ψήφῳ Thuc. — решать на основании поданных голосов;σκολιὰς θέμιστας κ. Hom. — выносить неправильные решения;πράσσειν τὸ κριθέν Polyb. — выполнить решение (задуманное);τὰ κεκριμένα Arst., NT. — решения, постановления8) приходить к заключению, делать выводκρίνω σε νικᾶν Aesch. — я прихожу к заключению, что ты одержал верх
9) судить, обвинять(κ. τινὰ περὴ προδοσίας Isocr.)
κ. θανάτου Xen. — выносить смертный приговор;κρίνεσθαι κρίσιν θανάτου, κρίνεσθαι περὴ θανάτου Dem. и κρίνεσθαι θανάτου Thuc. — быть обвиняемым в тягчайшем преступлении (угрожающем смертной казнью);ὅ κρίνων Dem. — судья, обвинитель;ὅ κρινόμενος Aeschin. — обвиняемый, подсудимый;κριθῆναί τινι NT. — судиться с кем-л.10) осуждать, приговариватьὁκεκριμένος Aeschin. — осужденный
11) судить, полагать, считать(τινὰ θεοῖσι ἰσούμενον Soph.; κρίνεις σὺ μέγιστον ἀνθρώποις ἀγαθὸν εἶναι πλοῦτον; Plat.)
Ἑλλήνων κριθεὴς ἄριστος Soph. — слывущий лучшим из греков12) испытывать, проверять(ἀσπὴς πολέμῳ κεκριμένη Anth.)
13) толковать, истолковывать, объяснять(ἐνύπνιον Her.; med. ὀνείρους Hom.)
14) определятьοὖρος κεκριμένος Hom. — ветер определенного направления, т.е. постоянный15) расспрашивать, выпытывать(μέ κρῖνε, μέ ἐξέταζε Soph.)
κ. καὴ ἐξελέγχειν (sc. τινά) Soph. — допрашивать и изобличать кого-л.16) med. состязаться, боротьсяκ. Ἄρηϊ Hom. — вести бой, сражаться;
κ. Τιτήνεσσι Hes. — сражаться с Титанами;κ. περὴ ἀρετῆς Her. — спорить о доблести;οὐ κρινοῦμαι τῶνδέ σοι τὰ πλείονα Eur. — об этом я не буду больше спорить с тобой17) физиол. выделять, выводить из организмаτὰ χρινόμενα κάτω Arst. — выделения
-
2 κατακρίνω
κατα|κρίνω осуждать, приговаривать -
3 κατακρινω
1) определять в виде наказания, назначать(θάνατόν τινος Isocr.)
κατακεκριμένων οἱ τούτον Her. — когда это было ему определено оракулом2) выносить обвинительный приговор, осуждать(κατακεκριμένος κατὰ τὸν νόμον Xen.; τέν ἁμαρτίαν NT.)
ἢν κατακριθῇ μοι impers. Xen. — если я буду осужден3) присуждать, приговаривать(τινὰ θανάτῳ и τινὰ εἶναι ἔνοχον θανάτου NT.)
κατακεκριμένος θανάτου Eur. и ἀποθνῄσκειν Xen. — осужденный на смерть;κ. τῆς ὄψιος στερηθῆναι Her. — приговорить к лишению зрения;βαδίζω, ἔνθα τύ μευ κατέκρινας Theocr. — я ухожу, куда ты указал мне4) судить, полагать -
4 ίδιος
α, ο [ία, ον]1) собственный, свой; εκ της ιδίας μου περιουσίας на собственные средства; εξ ιδίων μου за свой счёт; βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια видеть своими собственными глазами, видеть самому; εξ ιδίων κρίνω τα αλλότρια судить о других по себе; μεταβαίνω (или επιστρέφω, επανέρχομαι, επανακάμπτω) εις τα ίδια возвращаться домой, восвояси; 2) свой, личный, особый, характерный;ίδιος τρόπος — а) своя характерная манера (делать что-л.); — б) особый способ;
ιδία είσοδος особый, отдельный вход;(δεν) είναι ιδιον κάποιου (не)свойственно, (не) подобает кому-л.; не является характерной особенностью; 3) похожий, вылитый; одинаковый;είναι ίδιος με τον πατέρα του — он весь в отца, он вылитый отец;
ίδιος στο χρώμα — одинакового цвета;
4) (с артиклем) тот же самый, точно такой же, одинаковый;όλο το ίδιο, όλο τα ίδια или τα ίδια και τα ίδια одно и то же; τα ίδια или τό ίδιο то же (самое); κοπανάω όλο τα ίδια заладить одно и то же; λέγω τα ίδια και τα ίδια твердить одно и то же; σε όλους φέρνεται το ίδιο он поступает одинаково со всеми; τό ιδιο κάνει всё равно; είναι το ιδιο σαν... это всё равно, что...; είναι το ίδιο это одно и то же; τό ίδιο μού κάνει мне всё равно; προϊόντα της ιδιας προέλευσης продукция того же происхождения; της ίδιας ηλικίας одного возраста; έχουν το ίδιο μπόϊ (ανάστημα) они одного роста; κατά τον ίδιο τρόπο равным образом; με τον ίδιον τρόπο одинаковым способом; στον ίδιο βαθμό в одинаковой мере; 5) (с артиклем) сам, лично;θα έλθω ο ίδιος — я приду сам;
η ίδια η κατάσταση επιβάλλει сама обстановка заставляет;§ ιδίαις χερσίν собственноручно; κατ' ιδίαν а) отдельно; б) наедине; τα ίδια Παντελάκη μου, τα ϊδια Παντελή μου или τα ίδια της συχωρεμένης погов, опять одно и то же
См. также в других словарях:
κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
κρίση — I (Οικον.). Στην οικονομική ζωή, η κ. ανταποκρίνεται σε μια περίοδο οικονομικών δυσχερειών, αντίθετη προς τη φάση της ευημερίας. Στις εκβιομηχανισμένες οικονομίες, η κ. εμφανίζεται ως μία από τις επαναλαμβανόμενες φάσεις του οικονομικού κύκλου.… … Dictionary of Greek
καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… … Dictionary of Greek
λογοκρισία — Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών. Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν… … Dictionary of Greek
δικαστής — Όρος που στη συνήθη του έννοια σημαίνει τον δημόσιο λειτουργό, o οποίος αποτελεί μέλος της δικαστικής αρχής και με την ιδιότητά του αυτή έχει δικαστικές αρμοδιότητες. Αντίθετα, υπό στενή έννοια ο όρος αφορά τους δημόσιους λειτουργούς που είναι… … Dictionary of Greek
νοώ — (I) έω και νογάω και νογώ (ΑΜ νοῶ, έω, Α αιολ. τ. νόημι) [νούς] 1. συλλαμβάνω με τον νου, αντιλαμβάνομαι («οὐδ ἐνόησε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω λογικούς συλλογισμούς, σκέπτομαι, στοχάζομαι, διανοούμαι νεοελλ. 1. (το ουδ. μτχ.… … Dictionary of Greek