-
1 κατακοπή
κατα-κοπή, ἡ,A cutting back, pruning,δένδρων Thphr.CP2.12.6
(pl.); cutting in pieces,πρὸς κατακοπὴν ἱερεῖα Theopomp.Hist.283a
; τραύματα καὶ κ. Artem.1.50.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακοπή
-
2 περικοπή
περι-κοπή, ἡ,I cutting all round, mutilation, e.g. of the Hermae at Athens, Th.6.28, And.1.15, Plu.Alc.18, etc.; lopping of a tree, Thphr.CP5.4.7; docking of hair, Plu.2.42b; trepanning, Id.Cat.Ma. 9.2 metaph., cutting down, diminution, τῆς πολυτελείας ib. 18, cf. 2.84a.3 mason's work, PTeb.406.19 (iii A. D.).II outline, general form of a person or thing, Plb.6.53.6 ; λιτὸς κατὰ τὴν π. in externals, Id.10.22.5 ;π. καὶ χορηγία Id.31.26.7
, cf. Fr. 199, al.; π.κόσμου καὶ θεραπαινίδων D.S.31.27
, cf. 32a.2 in Metric, passage, section,κατὰ π. ἀνομοιομερῆ Heph.
Poeëm.4.5, cf. Sch.Heph.p.170C., Sch.Ar.Pl. 619.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικοπή
-
3 κόπτω
Aκόψω Hippon.83
, Men.Pk.64, etc.: [tense] aor. ἔκοψα, [dialect] Ep.κόψα Il.13.203
: [tense] pf. κέκοφα (ἐκ-) X.HG6.5.37, ( περι-) Lys.14.42, ( συγ-) Pl.Tht. 169b; [dialect] Ep. part.κεκοπώς Il.13.60
(v.l. -φώς, -πών), Od.18.335:—[voice] Med., [tense] fut. : [tense] aor.ἐκοψάμην Hdt.4.166
:—[voice] Pass., [tense] fut. κεκόψομαι ( ἀπο-) Ar.Nu. 1125, (ἐκ-) Id.Ra. 1223, ( κατα-) X.An.1.5.16, , Gal.13.759: [tense] aor. , Ar.Ra. 723, Th.8.13: [tense] pf. :— cut, strike,1 smite,ο' ἀμφὶ κάρη κεκοπὼς χερσὶ στιβαρῇσι Od.18.335
: c. dupl. acc., κόψε δὲ παπτήναντα παρήϊον smote him on the cheek, Il.23.690.2 smite with weapons,κόπτοντες δούρεσσι μετάφρενον Od.8.528
;τοῖσι Πέρσῃσι εἵποντο κόπτοντες Hdt.6.113
: metaph. in [voice] Pass., with play on words,αἰεὶ κόπτῃ ῥήμασι καὶ κοπίσιν AP11.335
.3 smite, slaughter an animal with an axe or mallet,κόψας ἐξόπιθεν κεράων βοός Il.17.521
, cf. Od.14.425, X.An.2.1.6; in Trag., A.Ag. 1278, Eu. 635, E.El. 838.4 cut off, chop off,κεφαλὴν ἀπὸ δειρῆς κόψεν Il.13.203
;χεῖράς τ' ἠδὲ πόδας κόπτον Od.22.477
;κ. [τὰ γέρρα] ταῖς μαχαίραις X.An.4.6.26
; κ. δένδρα cut down or fell trees, Th.2.75, X. HG5.2.39,43; κ. τὴν χώραν lay it waste, ib.3.2.26, 4.6.5:—in [voice] Pass., of ships, to be shattered, disabled by the enemy, Th.4.14,8.13:—metaph.,φρενῶν κεκομμένος A.Ag. 479
(lyr.); τὸν ὕπνον ἁ φροντὶς κόπτοισα preventing, Theoc.21.28; [πνεῦμα] κοπτόμενον being suddenly stopped, arrested, Arist.Mete. 367a10.5 strike, beat a horse, to make him go faster,κόψε δ' Ὀδυσσεὺς τόξῳ Il.10.513
; also σκηπανίῳ Γαιήοχος ἀμφοτέρω (sc. Αἴαντε)κεκοπὼς πλῆσεν μένεος 13.60
.6 hammer, forge,κόπτε δὲ δεσμούς 18.379
, Od.8.274; later, stamp metal, i.e. coin money,κ. νόμισμα IG12(5).480.11
(Siphnos, Athenian Law), Xenoph.4, Hdt.3.56:—[voice] Med., coin oneself money, order to be coined,κ. χρυσοῦ καὶ ἀργύρου νόμισμα Id.1.94
, cf. 4.166:—[voice] Pass., of money, to be stamped or coined, [νομίσμασιν] μόνοις ὀρθῶς κοπεῖσι Ar.Ra. 723
, cf. 726.7 knock or rap at, , Pl. 1097, And. 1.41, X.HG5.4.7, Men.Epit. 538, Phld.Vit.p.30 J., Plu.Alc.8, etc.; without θύραν, οὗτος, τί κόπτεις; Ar.Ec. 976.8 pound, bray in a mortar,κυπἐρου κεκομμένου Hdt.4.71
; ἀσταφίδα κεκ. Alex.127.4; ἔλαιον κεκ., i.e. pure oil, LXX 3 Ki.5.11.9 knock, dash about,τὸ ὕδωρ ὅταν κοπῇ Pl.Ti. 60b
;κόνις.. κοπτομένη.. ὑφ' ἅρμασι Hes. Sc.63
;θάλασσα κοπτομένη πνοιαῖς Theoc.22.16
.10 of birds, peck, Arist.HA 609b5; ὁ ἁλιάετος.. τὰ λιμναῖα κ. preys on the lagoon life, ib. 593b24; σπειρὴν κ. peck at, Arat.449; of fish, gnaw, Arist.HA 620b17; of a snake, strike, Il.12.204:—[voice] Pass., of wood or seeds, to be worm-eaten, Thphr.HP3.18.5, 8.11.2.b munch, masticate, dub. in Chionid.6.11 ὁ ἵππος κ. τὸν ἀναβάτην jars his rider by his paces, X.Eq.1.4:—[voice] Pass., ib.8.7, Hp.Aër.21.12 κ. ὄνους dress, prepare mill-stones for use, Alex.13; set, sharpen, Herod.6.84:—[voice] Med., AP 11.253 (Lucill.).13 metaph., tire out, weary,μήθ' ὑμῖν ἐνοχλῶ μήτ' ἐμαυτὸν κ. D.Prooem.29
, cf. Alciphr.2.3;λέγων φαίνου τι δὴ καινὸν.., ἢ μὴ κόπτε με Hegesipp.1.3
, cf. Sosip.1.20;μὴ κόπτ' ἔμ', ἀλλὰ τὰ κρέα Alex.173.12
;κ. τὴν ἀκρόασιν D.H.Comp.19
;κ. τὰ ὦτα Poll.6.119
;κ. ἐρωτήμασιν ἀκαίροις Plu.Phoc.7
, cf. Moer.p.74 P.:—[voice] Pass., to be worn out, .II [voice] Med. κόπτομαι, beat or strike oneself, beat one's breast or head through grief,κεφαλὴν δ' ὅ γε κόψατο χερσίν Il.22.33
, cf. Hdt.2.121.δ (also [voice] Act. τί κόπτεις τὴν κεφαλήν; Men.Her.4);κόπτεσθαι μέτωπα Hdt.6.58
(with μαχαίρῃσι added 2.61): abs., Pl.Phd. 60b, R. 619c: [tense] pf. [voice] Pass., [πόλις] κέκοπται A.Pers. 683
:—[voice] Act. c. acc. cogn.,ἐκοψα κομμὸν Ἄριον Id.Ch. 423
(lyr.).2 κόπτεσθαί τινα mourn for any one,κόπτεσθ' Ἄδωνιν Ar.Lys. 396
, cf. Ev.Luc.8.52; but alsoἐπί τινα Apoc.1.7
, 18.9 (v.l. αὐτῇ). (Cf. Lith. kapóti, Lett. kapāt 'chop small', 'beat', 'stamp', Lat. capo 'capon', perh. σκέπαρνον.) -
4 προκοπή
προ-κοπή, ἡ,A progress on a journey, Plu.2.76d.2 generally, progress, advance, τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν that opinionforming was the stoppage of progress, Bion ap.D.L.4.50; π. σχεῖν, ποιεῖσθαι, λαμβάνειν, Plb.2.37.10, 2.13.1, 8.15.6;ἡ ἐπὶ τὸ βέλτιον π. Id.1.12.7
; opp.ἡ ἐπὶ τὸ χεῖρον π. J.AJ4.4.1
; freq. of moral progress, Stoic.3.31, al.; παλίντροπος π. progress in a contrary direction, Plb. 5.16.9;ἐν παιδείᾳ π. LXX Si.51.17
; proficiency,ἐν τοῖς λόγοις Phld. Piet. 107
;ἐν φιλοσοφίᾳ D.S.16.6
, cf. Cic.Att.15.16;π. τοῦ εὐαγγελίου Ep.Phil.1.12
;τὸ ἐπιστρέφειν προϊέναι ἐστί, π. γάρ τις, ἀλλ' οὐχὶ ἀπὸ τοῦ αἰτίου Dam.Pr.77
; improvement in health, Herod.Med. ap. Orib.10.8.17: pl.,προκοπὰς λαμβάνειν Plb.10.47.12
, cf. Phld.Rh.2.54 S., Ph.1.83, al., J.BJ2.2.5, Plu.2.75b, Luc.Alex.22;ἐν προκοπαῖς Epigr.Gr.321.6
, Arch.Pap.1.220 ([place name] Egypt), cf. IG14.1976 ([place name] Rome);ἐν μείζοσι προκοπαῖς PRyl.233.16
(ii A.D.).b success, prosperity, δόζα καὶ π. παρά τισιν ὑπάρξει Aristeas 242, cf. OGI627.2 ([place name] Bostra), Heph.Astr.1.1.3 military promotion, J.BJ6.2.6.5 Math., progression of numbers,μέχρις ἂν εἰς τετράδα ἡ π. ἔλθῃ Theol.Ar. 21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκοπή
-
5 προσκοπή
προ-σκοπή (A), ἡ,------------------------------------A offence taken, φθόνος καὶ π. Plb.6.7.8;π. καὶ μύσος Id.30.29.7
; πρός τινα ἀλλοτριότης καὶ π. Id.31.10.4, cf. Phld.Po.Herc.994.38, D.S.31.17; νοσήματα κατὰ προσκοπὴν γινόμενα, i.e. antipathies, Chrysipp.Stoic.3.102;προσκοπῆς ἄξιος S.E. M.1.195
: but μηδεμίαν π. διδόναι give no cause of offence, 2 Ep.Cor. 6.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσκοπή
См. также в других словарях:
κοπή — η 1. κόψιμο: Αυξήθηκε η τιμή για την κοπή των μαλλιών. 2. το κούρεμα των προβάτων και ο χρόνος κατά τον οποίο γίνεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
θερισμός — H εργασία της αποκοπής των ώριμων σιτηρών, η οποία γίνεται είτε με το απλό δρεπάνι, είτε με ειδικές μηχανές. Η εμφάνιση μηχανών συγκομιδής –όπως οι απλές θεριστικές, οι θεριστικές αυτοδετικές και οι θεριστικές αλωνιστικές– έδωσε μεγάλη ώθηση στη… … Dictionary of Greek
νομισματοκοπείο — Ίδρυμα όπου κατασκευάζονται τα νομίσματα ή απευθείας από το κράτος ή για λογαριασμό του και υπό τον έλεγχό του. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για την κοπή των νομισμάτων ήταν το χύσιμο και η σφυρηλάτηση. Το χύσιμο χρησιμοποιούσαν… … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
συγκοπή — (Ιατρ.). Παθολογικό επεισόδιο, που χαρακτηρίζεται από πλήρη ξαφνική και πρόσκαιρη απώλεια της συνείδησης και συνοδεύεται γενικά από μεταβολές της αναπνευστικής και κυκλοφοριακής λειτουργίας. Το επεισόδιο μπορεί να οφείλεται σε οποιαδήποτε αιτία… … Dictionary of Greek
οπτικός — ή, ό (ΑΜ ὀπτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση (α. «οπτικό πεδίο» β. «ὀπτικαὶ ἀποδείξεις», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οφθαλμό ως όργανο τής όρασης 2. το θηλ. ως ουσ. η οπτική α) φυσ. κλάδος τής… … Dictionary of Greek
φρέζα — Εργαλειομηχανή που πραγματοποιεί το φρεζάρισμα, μηχανουργική κατεργασία στην οποία γίνεται εκμετάλλευση της περιστροφικής κίνησης ενός κυλινδρικού εργαλείου (φρέζα), στην περιφέρεια του οποίου υπάρχει μια σειρά κοπτικών πτερυγίων. Όταν το… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek