-
1 κατα-κνήθω
κατα-κνήθω, dasselbe; λειχῆνα Nic. Th. 944; ἐπί τινι κατακνησϑείην Ar. Equ. 771.
-
2 κατακνάω,
κατα-κνάω, u. κατα-κνήθω, zerschaben, zerkratzen, zerreiben; vom Käse, κατέκνησας; Pass., Jucken empfinden -
3 κατακνήθω
κατα-κνάω, u. κατα-κνήθω, zerschaben, zerkratzen, zerreiben; vom Käse, κατέκνησας; Pass., Jucken empfinden
См. также в других словарях:
κνω — κνῶ, άω και κναίω και κνήθω (Α) 1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.) 3. (ενεργ. και μεσοπαθ.)… … Dictionary of Greek