-
1 κατα-κλάω
κατα-κλάω (s. κλάω), zerbrechen, zerknicken; ἐπὶ ἀνϑερίκων καρπὸν ϑέον οὐδὲ κατέκλων Il. 20, 227; κατεκλάσϑη δ' ἐνὶ καυλῷ ἔγχος 13, 608; κατέκλασε γὰρ ἐντέων σϑένος οὐδέν Pind. P. 5, 32; τὰ δόρατα κατέκλων Her. 9, 60; αὐχένα ἐπὶ γαίης, niederbeugen, Thuc. 25, 147. – Häufig übertr., αὐτὰρ ἔμοιγε κατεκλάσϑη φίλον ἦτορ Od. 4, 538, mein Herz wurde gebrochen, vgl. 9, 256. 10, 198. 12, 277; οὐδὲ κατεκλάσϑης τε καὶ ᾤκτισας Callim. Del. 107; a. sp. D. So ist auch bei Plat. οὐδένα ὅντινα οὐ κατέκλασε τῶν παρόντων, er erschütterte, rührte Jeden, Phaed. 117 d richtige Lesart für κατέκλαυσε, was »zu Thränen bringen« heißen sollte; κατέκλασε καὶ συνέτριψεν αὐτῷ τὴν διάνοιαν Plut. Timol. 4. – Auch = schwächen, Eur. Cycl. 766 u. Sp.; brechen, τὸ ϑράσος κατακέκλαστο Plut. Fab. 11; τὸ σοβαρόν amat. 21; von der Stimme, im Ggstz von ἀνακλᾶν, sie tiefer machen, Luc. salt. 27; bei Hippocr. κατακλώμεναι φωναί, gebrochene Stimme.
-
2 κατα-κλάω [2]
-
3 προ-κατα-κλάω
προ-κατα-κλάω (s. κλάω), vorher zerbrechen, Ios.
-
4 περι-κατα-κλάω
περι-κατα-κλάω (s. κλάω), rings herum zerbrechen, Sp.
-
5 συγ-κατα-κλάω
συγ-κατα-κλάω (s. κλάω), mit od. zugleich zerbrechen, Sp.
-
6 ἐπι-κατα-κλάω
ἐπι-κατα-κλάω (s. κλάω), Erkl. von ἐπιγνάμπτω, Apoll. L. H.
-
7 κατα-κλαίω
κατα-κλαίω (s. κλαίω), att. - κλάω, beweinen; Eur. El. 113, der auch das med. braucht, I. T. 149 El. 156, wie Pol. 12, 15, 3; κατακλαύσαντές με Ar. Vesp. 336; Sp., die auch τινὸς κατακλαίειν sagen, Einem Etwas vorweinen. Vgl. κατακλάω.
-
8 κατακλάω
κατα-κλάω, zerbrechen, zerknicken; αὐχένα ἐπὶ γαίης, niederbeugen. Häufig übertr., αὐτὰρ ἔμοιγε κατεκλάσϑη φίλον ἦτορ, mein Herz wurde gebrochen; οὐδένα ὅντινα οὐ κατέκλασε τῶν παρόντων, er erschütterte, rührte jeden. Auch = schwächen; brechen; von der Stimme, Ggstzv ἀνακλᾶν, sie tiefer machen; κατακλώμεναι φωναί, gebrochene Stimme -
9 περικατακλάω
-
10 προκατακλάω
-
11 συγκατακλάω
συγ-κατα-κλάω, mit od. zugleich zerbrechen -
12 κλῆρος
κλῆρος, ὁ (vielleicht von κλάω, weil man in den ältesten Zeiten Scherben, Stückchen von Reisern oder Aehnliches zu Loosen brauchtej, – 1) das Loos, das Zeichen des Looses; ἐν δὲ κλήρους ἐβάλοντο· πάλλ' Ἀχιλεύς· ἐκ δὲ κλῆρος ϑόρε Νεστορίδαο Il. 23, 352, wo zugleich die gewöhnlichste Art der Bestimmung oder die Wahl durchs Loos beschrieben ist; vgl. 7, 175 οἱ δὲ κλῆρον ἐσημήναντο ἕκαστος, ἐν δ' ἔβαλον κυνέῃ, und 182. 189. 3, 316. 328 Od. 10, 206; ἐπὶ κλήρους ἐβάλοντο, sie warfen das Loos, 14, 209 (vgl. κλῆρον βάλλεσϑαι ὑπέρ τινος Plut. Luc. 27); κλήρῳ πεπαλάχϑαι 9, 331; κλήρῳ λαχεῖν Il. 24, 400; κλήροις ϑεοπροπέων Pind. P. 4, 191, durch Loose den Rathschluß der Götter erforschen; vgl. Eur. Phoen. 852 κλήρους δ' ἐμοὶ φύλασσε, οὓς ἔλαβον οἰωνίσματ' ὀρνίϑων μαϑών; Ion 908; Ἑλλάδα κλήρῳ λαχοῠσα Aesch. Pers. 123; κλῆρος ἐνϑάϑ' οὐκ ἐπάλλετο Soph. Ant. 392; ὅτ' αὐτοὺς οἱ τεταγμένοι βραβῆς κλήροις ἔπηλαν El. 700, als die Kampfrichter durchs Loos sie bestimmten, sie aufstellten; κλήρου κατὰ μοῖραν Eur. Rhes. 545; Her. 3, 83; διὰ τὴν τοῦ κλήρου τύχην Plat. Rep. X, 619 d; ὡς τὸ πολὺ ἀπὸ κλήρων αἱ ἀρχαὶ ἐν αὐτῇ γίγνονται Rep. VIII, 557 a, die Aemter werden durchs Loos, nach dem Loose zugetheilt; Hermes stand dem Loosen vor, Ar. Pax 364 u. Schol. – Das Loosen selbst, κλῆρον τίϑεσϑε Eur. I. A. 1198; κλ. καὶ χειροτονία Xen. rep. Ath. 1, 2; vgl. Plut. Timol. 31 Aem. P. 10. – Später heißen auch die Würfel, mit denen man wie durch das Loos über Zweifelhaftes entschied, κλῆροι. – 2) das Verloos'te, durch das Loos Zugetheilte oder Zugefallene, der Antheil, bes. der Antheil am Erbe, die Erbschaft, u. vorzugsweise ein vererbtes Grundstück, Erbgut; καὶ οἶκος καὶ κλῆρος ἀκήρατος Il. 15, 497, vgl. Od. 14, 62; Hes. O. 37. 339, Ländereien, bebau'te Felder, φϑείρων τῶν Συρίων τοὺς κλήρους Her. 1, 76, vgl. 9, 94; κατὰ κλῆρον Ἰόνιον Aesch. Pers. 866; πόλιν πατρὸς ὄψεσϑε, κλήρους δ' ἐμβατεύσετε χϑονός Eur. Heracl. 876; ἐχέτω τὴν ϑυγατέρα καὶ τὸν κλῆρον τοῦ τελευτήσαντος Plat. Legg. XII, 924 e, öfter, wie bei den Rednern; bes. Reden des Isaeus ὑπὲρ τοῦ κλήρου τινός, über die Erbschaft; κατέφαγε δὴ τὸν κλῆρον Hipponax bei Ath. VII, 304 b; – πόληες, αἳ κλήρους ἐστήσαντο, die sich ansiedelten, Callim. Del. 281. – 3) ein den Bienenstöcken schädliches Insekt, Arist. H. A. 8, 27. 9, 40. – 4) bei den K. S. der Klerus, die Geistlichkeit.
См. также в других словарях:
κλάδος — (I) ο (AM κλάδος) βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλαδί, κλαρί, κλώνος («ἀπὸ δὲ τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους γῆν πᾱσαν ἐπισχεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός συνόλου (α. «η γεωμετρία είναι κλάδος τών μαθηματικών», β.… … Dictionary of Greek
κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… … Dictionary of Greek
κλαμβός — κλαμβός, ή, όν (Μ) ακρωτηριασμένος, κολοβωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το κλάω / ῶ, εμφανίζοντας κατάλ. (μ)βός κατά τα σκαμβός, κολοβός. Θα μπορούσε όμως να θεωρηθεί και μεταγενέστερη φωνητική παραλλαγή τού κράμβος] … Dictionary of Greek
κλώμαξ — και κρώμαξ, ακος, ὁ (Α) σωρός λίθων ή πετρώδης τόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Σχηματισμός σε αξ κατά τα λίθ αξ, βῶλ αξ. Το θ. κλω μ πιθ. από κάποιο αμάρτυρο ρηματ. παρ. *κλῶ μος («ρωγμή»;) < κλάω / ῶ «σπάζω», τ. που προϋποθέτει τη σπάνια… … Dictionary of Greek
κλώνος — Βλ. λ. κλάδος. * * * ὁ (AM κλών, ωνός, Μ και κλώνος) κλάδος, κλωνάρι («οὔπω χοάς ποτ οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης», Ευρ.) νεοελλ. βιολ. πληθυσμός γενετικά ταυτόσημων πολυκύτταρων ή μονοκύτταρων οργανισμών που προήλθε αρχικά από ένα μόνο άτομο με αγενείς… … Dictionary of Greek
οκλάζω — (Α ὀκλάζω) 1. κάθομαι με κεκαμμένα τα σκέλη, κάθομαι σε μαζεμένη στάση με λυγισμένα τα γόνατα και με το σώμα στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών 2. (ιδίως για ζώο, όπως άλογο ή βόδι) πέφτω στα γόνατα και στηρίζω το βάρος τού σώματός μου σε αυτά,… … Dictionary of Greek