-
1 κατα-κέρασμα
κατα-κέρασμα, τό, das Gemischte, die Mischung, Eust.
-
2 κατακέρασμα
κατα-κέρασμα, τό, das Gemischte, die Mischung
См. также в других словарях:
κεράννυμι — (ΑΜ, Α και κεραννύω, επικ. τ. κεραίω και κερῷ, άω) 1. αναμιγνύω υγρά, συνήθως κρασί με νερό, για να μετριάσω στο κράμα τη δύναμη οινοπνευματώδους ποτού (α. «κύλικος ἴσον κεκραμένης», Αριστοφ. β. «οἴνῳ καὶ μέλιτι κεράσαντα τὴν κρήνην, ἀφ ἧς ἔπινον … Dictionary of Greek