-
1 κατα-θωρᾱκίζω
κατα-θωρᾱκίζω, ganz panzern, Xen. Cyr. 6, 2, 17, im perf. pass.
-
2 καταθωρᾱκίζω
-
3 καταθωρακιζω
См. также в других словарях:
θώρακας — Κοιλότητα του σώματος που ορίζεται εξωτερικά από τη βάση του τραχήλου προς τα πάνω και από το πλευρικό τόξο προς τα κάτω. Το σχήμα του θ., αν και είναι κυλινδρικό σε γενικές γραμμές, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία από άτομο σε άτομο, ανάλογα με τον… … Dictionary of Greek