-
1 κατα-θρασύνω
κατα-θρασύνω, s. καταϑαρσύνω.
-
2 κατεθρασύνθησαν
κατά-θρασύνωembolden: aor ind pass 3rd pl -
3 κατεθρασύναντο
κατεθρασύ̱ναντο, κατά-θρασύνωembolden: aor ind mid 3rd pl -
4 κατεθρασύνετο
κατεθρασύ̱νετο, κατά-θρασύνωembolden: imperf ind mp 3rd sg -
5 κατεθρασύνοντο
κατεθρασύ̱νοντο, κατά-θρασύνωembolden: imperf ind mp 3rd pl
См. также в других словарях:
κατεθρασύνθησαν — κατά θρασύνω embolden aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεθρασύναντο — κατεθρασύ̱ναντο , κατά θρασύνω embolden aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεθρασύνετο — κατεθρασύ̱νετο , κατά θρασύνω embolden imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεθρασύνοντο — κατεθρασύ̱νοντο , κατά θρασύνω embolden imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)