-
1 κατα-θέσιον
κατα-θέσιον, τό, Ort zum Niederlegen und Aufbewahren, Sp.
-
2 καταθέσιον
κατα-θέσιον, τό, Ort zum Niederlegen und Aufbewahren
См. также в других словарях:
ορθέσιον — ὀρθέσιον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὄρθιον, μακρόν, ὀξύ, μέγα». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται πιθ. < *ὀρθοθέσιον (< ὀρθός + θέσιον < θέτης < τίθημι) με απλολογία (πρβλ. ἀμφορεύς < ἀμφιφορεύς)] … Dictionary of Greek