-
1 κατα-θάλπω
κατα-θάλπω, verstärktes simplex; Alciphr. 3, 41 D. L. 7, 152 u. a. Sp.
См. также в других словарях:
καταθάλπῃ — κατά θάλπω heat pres subj mp 2nd sg κατά θάλπω heat pres ind mp 2nd sg κατά θάλπω heat pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθαλπόμενον — κατά θάλπω heat pres part mp masc acc sg κατά θάλπω heat pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάθαλπε — κατά θάλπω heat pres imperat act 2nd sg κατά θάλπω heat imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθαλπόμενοι — κατά θάλπω heat pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθαλπόμενος — κατά θάλπω heat pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθαλφθῇ — κατά θάλπω heat aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθάλπειν — κατά θάλπω heat pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθάλποντες — κατά θάλπω heat pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθάλποντος — κατά θάλπω heat pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθάλπων — κατά θάλπω heat pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέθαλπεν — κατά θάλπω heat imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)