-
1 κατα-γελαστικός
κατα-γελαστικός, ή, όν, zum Verspotten geneigt, adv. spöttisch, Poll. 5, 128, adv.
-
2 καταγελαστικός
κατα-γελαστικός, ή, όν, zum Verspotten geneigt, adv. spöttisch
См. также в других словарях:
γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… … Dictionary of Greek