-
1 κατα-βρέμω
κατα-βρέμω, an-, umrauschen, Sp.
-
2 καταβρέμω
κατα-βρέμω, an-, umrauschen -
3 βρομέω
βρομέω (βρόμος), = βρέμω, tönen, rauschen, brau-sen, summen, zischen, kurz von verschiedenen Arten des Geräusches; Hom. einmal, Iliad. 16, 642 ὡς ὅτε μυῖαι σταϑμῷ ἔνι βρομέωσι περιγλαγέας κατὰ πέλλας ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ; vom Feuer Ap. Rh. 4, 787; vom Sieden Nicand. bei Ath. III, 126 c; vom Winde Nic. Al. 609; ἶσα Διῒ βρομέει Rhian. Stob. fl. 4, 34 (v. 13).
См. также в других словарях:
ορειβρεμέτης — ὀρειβρεμέτης, ὁ (ΑΜ, Α δ. γρφ. ὀριβρεμέτης) (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ βροντῶν, κροτῶν ἐπὶ τῶν ὀρέων, ὁ ἠχῶν διὰ τῶν ὀρέων» αυτός που βροντά στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρι (βλ. όρος [II]) + βρεμέτης (< βρέμω «βροντώ»), πρβλ. μεγα βρεμέτης] … Dictionary of Greek