-
1 καταβοαω
(fut. καταβοήσομαι)1) (на кого-л.) набрасываться с криком, громко обвинять(τινος περί τινος Her.; καταβοήσεσθαι πρὸς τὸν δῆμον Plut.)
οἱ Μιλήσιοι κατεβόων τῶν Σαμίων Thuc. — милетцы выступили с жалобами на самосцев2) заглушать или оглушать криком, перекрикивать(τοξότας τρισχιλίους Arph.)
3) кричать (находящимся внизу)(τοῖς Ἀτρείδαις Soph. in tmesi)
4) громко взывать, призывать(τινος Plut.)
-
2 διαβοαω
(fut. διαβοήσομαι)1) выкрикивать(παντάλαν΄ ἄχη Aesch.)
κατὰ σφᾶς αὐτοὺς διεβόων ὡς φθείρεται τὰ πράγματα Thuc. — они кричали в своем кругу, что дело гибнет: med. кричать наперебой, перекрикиваться (λοιδορεῖσθαι καὴ δ. Dem.)2) громко прославлять; pass. быть известным, знаменитымταῦτα διαβεβόηται Plat. — это стало общеизвестным
См. также в других словарях:
-τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… … Dictionary of Greek