Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κατα-βλᾱκεύω

См. также в других словарях:

  • καταβεβλακευμένον — καταβεβλᾱκευμένον , κατά βλακεύω to be slack perf part mp masc acc sg καταβεβλᾱκευμένον , κατά βλακεύω to be slack perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβεβλακευμένοις — καταβεβλᾱκευμένοις , κατά βλακεύω to be slack perf part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβεβλακευμένως — καταβεβλᾱκευμένως , κατά βλακεύω to be slack perf part mp masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεβλακεύετο — κατεβλᾱκεύετο , κατά βλακεύω to be slack imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεβλακεύσαμεν — κατεβλᾱκεύσαμεν , κατά βλακεύω to be slack aor ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»