-
1 κατα-βεβλημένως
κατα-βεβλημένως, weggeworfen, gemein, ζῆν, Isocr.
-
2 καταβεβλημένως
κατα-βεβλημένως, weggeworfen, gemein -
3 καταβεβλημενως
1 κατα-βεβλημένως
κατα-βεβλημένως, weggeworfen, gemein, ζῆν, Isocr.
2 καταβεβλημένως
3 καταβεβλημενως