-
1 βαίνω
(αόρ. εβην) αμετ.1) идти, двигаться;κατά τού εχθρού — идти на врага;2) перен. идти, катиться, приближаться (к чему-л.);βαίν προς την απώλειαν — идти к гибели;
η επιχείρησης βαίνει προς χρεωκοπίαν — предприятие идёт к банкротству;
ο ασθενής βαίνει καλώς — больной идёт на поправку
-
2 καταβαίνω
κατα|βαίνω сходить, спускаться -
3 καταβαινω
(fut. καταβήσομαι, pf. καταβέβηκα, aor. κατέβην - эп. 3 л. pl. κατέβαν, imper. κατάβηθι - атт. κατάβᾱ, эп. 1 л. pl. conjct. καταβείομεν = καταβῶμεν, дор. part. καββάς; med.: эп. 3 л. sing. aor. 1 κατεβήσετο, imper. καταβήσεο)1) сходить (вниз), спускаться(ἐξ ὄρεος Hom. и ἀπὸ τοῦ ὄρους NT.; δίφρου, πόλιος, οὐρανόθεν, ἐς πεδίον, (ἐς) θάλαμον Hom.; ἐκ τῆς ἁρμαμάξης Her.; ἀπὸ τοῦ ἵππου Xen.; ἀπὸ τοῦ βήματος Dem.; εἰς φρέαρ Plat.; Ἀΐδαν Soph.; τὸν Ἅιδα δόμον Eur., ἐπὴ τέν θάλασσαν NT.)
κλίμακα δόμοιο κ. Hom. — спускаться по лестнице дома;ὅ ἵππος καταβαίνεται (pass.) Aesch. — всадник сходит с коня2) спускаться на арену, вступать в борьбу(ἀμφίγυοι κατέβαν Soph.)
πολλοὴ κατέβησαν Xen. — многие приняли участие в состязаниях;κ. ἐπὴ τέν ἅμιλλαν Plat. — выходить на состязание;καταβατέον ἐπ΄ αὐτούς Arph. — необходимо помериться силами, т.е. сразиться с ними3) стекать, струиться (вниз)(δάκρυα κατέβα χρόος Eur.)
τὰ ἐκ τῶν ὀρῶν καταβαίνοντα ῥεύματα Plat. — текущие с гор потоки;κατέβη ἥ βροχή NT. — пошел дождь4) спускаться (от центра к периферии), совершать переход (из глубины страны к побережью), отправляться, идти(καταβῆναι ἐς Σμύρνην Her.)
εἰς λιμένα καταβαίνων Plat. — направляясь (из города) в порт5) (тж. ἐπὴ τελευτέν κ. Plat.) доходить до конца (повествования), заканчиватьκ. ἐς λιτάς Her. — закончить просьбами;
κατέβαινε λέγων ὡς … Her. — свой рассказ (Астиаг) закончил словами, что …6) приходиться, совпадать(κ. εἰς τοὺς χρόνους τούτους Arst.)
7) переставать, прекращатьκ. ἀπὸ τοῦ λόγου Luc. — прекращать (свою) речь;
κ. ἀπὸ τῶν ἰαμβείων Luc. — перестать декламировать ямбы8) ( редко) принижать, унижать, низвергать(τινά Pind.)
-
4 αποβαινω
(fut. ἀποβήσομαι)1) сходить, слезать(ἵππων и ἐξ ἵππων Hom.)
2) сходить, высаживаться, выгружаться(νηός Hom.; τῆς τριήρους Plut.; ἀπὸ τῶν νεῶν Her. и ἐκ τῶν νεῶν Xen.; ἀποβῆναι εἰς, ἐπὴ или κατὰ τόπον τινά Thuc., Xen.)
3) уходить, удаляться(τινός Eur., ἀπό τινος Xen., πρός и κατά τι Hom., μετά τινα Hom.)
αἱ ἐλπίδες ἀπέβησαν Eur. — надежды исчезли4) простираться, доходить(ἥ ἀκρόπολις πρὸς τὸν Ἠριδανὸν ἀποβεβηκυῖα Plat.)
5) происходить, возникатьτὰ ἔμελλε ἀποβήσεσθαι ἀπὸ τῆς μάχης Her. — предстоящий исход боя;
τὰ ἀποβαίνοντα или ἀποβάντα Thuc. — последствия, исход:τὰ ἔκ τινος ἀποβησόμενα Thuc. — предположительные последствия чего-л.;τοιοῦτον ἀπέβη τὸ τέλος Polyb. — таков был исход;ἀπέβη χρηστὸν οὐδέν Plut. — ничего хорошего не получилось6) становиться, оказываться(τύραννος ἐκ βασιλέως ἀπέβη Polyb.)
τραῦμα ἰάσιμον ἀπέβη Plat. — рана оказалась излечимой7) осуществляться, исполняться(ἥ ὑπόσχεσις ἀπέβη Thuc.)
τὰ ἱερὰ ἀπέβη Xen. — приметы жертвоприношения сбылись8) идти сзадиὁ ἀποβεβηκὼς πούς Arst. — задняя нога (лапа)
9) переходить, превращаться(εἴς τι Her., Plat. и ἔς τινα Theocr.)
10) (в aor. ἀπέβησα) высадить, выгрузить -
5 εκβαινω
дор. ἐκβάω (fut. ἐκβήσομαι, aor. ἐξέβην, pf. ἐκβέβηκα)1) выходить, высаживаться, сходить(νηός Hom. - in tmesi и ἐκ τῆς νεώς Thuc.; ἀπήνης Aesch.)
πετρης ἐ. Hom. — спуститься со скалы2) выходить, уходить3) восходить, подниматься(πρὸς τὰ ὄρη и ἐπὴ τὸν λόφον Xen.)
4) исходитьτίνος βοέ ἐξέβη νάπους ; Soph. — чей крик послышался из рощи?
5) доходить, достигатьεἰς τοῦτ΄ ἐκβέβηκα ἀλγηδόνος, ὥστε … Eur. — в своей скорби я дошла до того, что …6) выходить за пределы, переступать(γαίας ὅρια Eur.)
ἐκβῆναι τέν ἑλικίαν τινός Plat. — выйти за пределы какого-л. возраста;ἐ. τῆς εἰωθυίας διαίτης Plat. — отойти от привычного образа жизни;ἐ. τὸ μέσον Arst. — превысить средний уровень;ἐ. τῆς λεκτικῆς ἁρμονίας Arst. — отклониться от строя разговорной речи;ἐπανελθεῖν, ὁπόθεν ἐξέβην, βούλομαι Dem. — я хочу вернуться к тому, от чего я (в своей речи) отклонился;ἐξέβην ἄλλοσε Eur. — мои мысли были заняты другим7) нарушать(τὸν ὅρκον, τὰ ἀρχαῖα νομοθετηθέντα Plat.)
8) идти, происходитьἢν τὰ οἰκότα ἐκ τοῦ πολέμου ἐκβαίνῃ Her. — если военные действия будут развиваться нормально;
τοιοῦτον ἐκβέβηκεν Soph. — вот что произошло;τὰ ἐκβησόμενα (πρήγματα) Her., Arst. и τὰ μέλλοντα ἐ. Her. — предстоящие события;τὰ ἐκβαίνοντα Dem., Polyb. — события, происшествия;τὸ τελευταῖον ἐκβάν Dem. — конечный исход, результат9) становиться, делатьсяσοφοῖς ὁμιλῶν κἀυτὸς ἐκβήσῃ σοφός Men. — от общения с мудрыми и сам станешь мудрым10) высаживать (на берег), выгружать(τι Hom.; εἰς γαῖάν τινα Eur.)
-
6 εμβαινω
(fut. ἐμβήσομαι, aor. 2 ἐνέβην, pf. ἐμβέβηκα, pf. 2 ἐμβέβαα; к 9-11 aor. 2 ἐνέβησα)1) входить, вступать(γῆς ὅρων Soph.; ἄξενον στέγην Eur.)
2) входить, погружаться(εἰς ποταμόν Plat. и τῷ ποταμῷ Heracl. ap. Arst.)
3) всходить, садиться(νηΐ и ἐν νηΐ Hom.; ἐς νέας Her. и εἰς ναῦς Lys., Plat.; τὸν λέμβον Polyb.; εἰς τὸ πλοῖον - v. l. τὸ πλοῖον Plut.)
ἵπποισιν καὴ ἅρμασιν ἐμβεβαώς Hom. — стоя на запряженной колеснице:κατά τι ἐμβεβαώς Hom. — прикрепленный к чему-л.4) садиться на корабль(ποῖ ποτ΄ ἐ. με χρή; Eur.; ταχέως ἔμβαινε Arph.)
5) идти дальше или вперед, продвигаться(ἔμβητον ὅττι τάχιστα Hom.; ἔμβα, χώρει Arph.)
6) перен. входить, тж. начинать, пускаться(εἴς τι, реже τινί Plat.)
εἰς τέν θάλασσαν ἐ. Lys. — отправляться в морское плавание;εἰς τὸν κίνδυνον ἐ. Xen. — бросаться в опасность;ἐν αὐτοῖς τοῖς δεινοῖς καὴ φοβεροῖς ἐμβεβηκώς Dem. — подвергшись тем же страшным опасностям;εἴς τινα σκέψιν ἱκανέν ἐμβεβηκέναι Plat. — заняться рассмотрением одного важного вопроса;ἐμβῆναι εἰς τέν ἁρμονίαν καὴ εἰς τὸν ῥυθμόν Plat. — пуститься в пляс под музыку7) ступать, ходить(ἴχνεσι πατρός Pind.; ἁλουργέσιν Aesch.)
8) наступать ногой, попирать(ἐλάφῳ Hom.; перен. Περσῶν γενεᾷ Aesch.; δυστυχοῦντι Men.)
9) вводить на корабль, грузить(μῆλα Hom. - in tmesi)
10) сажать(τινὰ δίφρον Eur.)
11) ввергать, повергать(τινά ἐς φροντίδα Her.)
-
7 καται-
-
8 προσβαινω
(fut. προσβήσομαι, aor. 2 προσέβην)1) наступать(τῷ ἀριστερῷ ποδί Xen.)
λὰξ προσβάς Hom. — наступив ногой2) подступать, подходить(κνημοὺς Ἴδης Hom.; τῷ τείχει Plat.)
3) восходить, подниматься(κατὰ τοῦτο τῆς ἀκροπόλιος Her.; τόνδε πάγον Aesch.; πρὸς τὸν λόφον Polyb.)
4) вступать, входить(ἐς ἄλσος Soph.; εἰς τέν Λάκαιναν Xen.)
5) идти впередπῶς γὰρ ἂν νοσῶν ἀνέρ κῶλον προσβαίη μακράν ; Soph. — как же человек с больной ногой мог бы далеко зайти?
6) перен. находить, охватывать(τίς σε προσέβη μανία; Soph.)
7) привходить, прибавляться
См. также в других словарях:
κατεβαίνω — (AM καταβαίνω, Μ και κατεβαίνω και κατηβαίνω) 1. βαίνω προς τα κάτω, έρχομαι από υψηλότερο σημείο σε χαμηλότερο, κατέρχομαι (α. «κατεβαίνω τη σκάλα» β. «οὐρανόθεν καταβάς», Ομ. Ιλ.) 2. κατέρχομαι από κάπου (α. «κατέβηκε από το αυτοκίνητο» β.… … Dictionary of Greek
ευσυγκατάβατος — εὐσυγκατάβατος, ον (Μ) 1. αυτός που συγκαταβαίνει, που δείχνει καταδεκτικότητα και επιείκεια εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσυγκατάβατον η εύκολη συγκατάβαση («τὸ εὐσυγκατάβατόν σου τῆς εὐσεβείας», Στουδ. Θεόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συγ κατα… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
πρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό του γένους Όβις. Όπως συνέβη και με τη γίδα, το π. έγινε κατοικίδιο, τουλάχιστον στην Ασία, από τους προϊστορικούς χρόνους. Αν και δεν είναι γνωστό από ποια άγρια είδη προήλθαν οι διάφορες φυλές των π. που εκτρέφονται… … Dictionary of Greek
υπνοβασία — (Ιατρ.). Κινητική δραστηριότητα που εκδηλώνεται κατά τη διάρκεια του ύπνου, με τρόπο συμπτωματικό και έξω από οποιονδήποτε έλεγχο της συνείδησης. Το άτομο δε θυμάται τις πράξεις που εκτελεί κατά την υ., κρατά γενικά τα μάτια ανοιχτά και το… … Dictionary of Greek
βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… … Dictionary of Greek
ακροβάτης — I Ο όρος κατά λέξη σημαίνει αυτόν που περπατάει στις άκρες των ποδιών και χρησιμοποιείται από πολλές ξένες γλώσσες για να υποδηλώσει κάθε είδους θαυματοποιούς, σχοινοβάτες, σαλτιμπάγκους, άλτες, ισορροπιστές, δεξιοτέχνες ποδηλάτες κ.ά. Η… … Dictionary of Greek