-
1 καταισιος
См. также в других словарях:
καταίσιος — καταίσιος, ον (Α) απόλυτα δίκαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αἴσιος (< αἶσα)] … Dictionary of Greek
καταίσιον — καταίσιος righteous masc/fem acc sg καταίσιος righteous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταίσια — καταίσιος righteous neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίσιος — ια, ιο (Α αἴσιος, ία, ιον) αυτός που προμηνύει κάτι καλό, ευνοϊκός, ευοίωνος (κυρίως για οιωνούς) νεοελλ. (για καταστάσεις) ευτυχής, χαρούμενος αρχ. κατάλληλος, ταιριαστός, δίκαιος, σωστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἶσα βλ. λ.. ΠΑΡ. αρχ. αἰσιοῦμαι. ΣΥΝΘ.… … Dictionary of Greek