Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

καταίσιος

См. также в других словарях:

  • καταίσιος — καταίσιος, ον (Α) απόλυτα δίκαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αἴσιος (< αἶσα)] …   Dictionary of Greek

  • καταίσιον — καταίσιος righteous masc/fem acc sg καταίσιος righteous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταίσια — καταίσιος righteous neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίσιος — ια, ιο (Α αἴσιος, ία, ιον) αυτός που προμηνύει κάτι καλό, ευνοϊκός, ευοίωνος (κυρίως για οιωνούς) νεοελλ. (για καταστάσεις) ευτυχής, χαρούμενος αρχ. κατάλληλος, ταιριαστός, δίκαιος, σωστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἶσα βλ. λ.. ΠΑΡ. αρχ. αἰσιοῦμαι. ΣΥΝΘ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»