Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

καταίνεσις

См. также в других словарях:

  • καταίνεσις — καταίνεσις, ἡ (Α) [καταινώ] 1. υπόσχεση 2. συγκατάθεση …   Dictionary of Greek

  • καταινέσει — καταίνεσις betrothal fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταινέσεϊ , καταίνεσις betrothal fem dat sg (epic) καταίνεσις betrothal fem dat sg (attic ionic) καταινέω agree to aor subj act 3rd sg (epic) καταινέω agree to fut ind mid 2nd sg (attic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταίνεσιν — καταίνεσις betrothal fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταινέσεως — καταινέσεω̆ς , καταίνεσις betrothal fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»