-
1 καταψευδομαρτυρείν
καταψευδομαρτυρέωbear false witness against: pres inf act (attic epic doric)καταψευδομαρτυρέωbear false witness against: pres inf act (attic epic doric) -
2 καταψευδομαρτυρεῖν
καταψευδομαρτυρέωbear false witness against: pres inf act (attic epic doric)καταψευδομαρτυρέωbear false witness against: pres inf act (attic epic doric)
См. также в других словарях:
καταψευδομαρτυρεῖν — καταψευδομαρτυρέω bear false witness against pres inf act (attic epic doric) καταψευδομαρτυρέω bear false witness against pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταψευδομαρτυρώ — καταψευδομαρτυρῶ, έω (Α) 1. δίνω ψευδή μαρτυρία εναντίον κάποιου («τοὺς μὲν διδάσκοντας τοὺς μάρτυρας ὡς χρὴ ἐπιορκοῡντας καταψευδομαρτυρεῑν ἐμοῡ», Ξεν.) 2. παθ. καταψευδομαρτυροῡμαι, έομαι χάνω τη δίκη και καταδικάζομαι με ψευδείς μαρτυρίες,… … Dictionary of Greek