-
1 καταχρωννυμι
окрашивать, пачкатьκατα δ΄ αἰθάλου κηλῖδ΄ κέχρωσαι (Τροία) Eur. — копотью покрылась Троя
-
2 καταχρώννυμι
A colour, -χρῶσαι τὴν κόμην Poll.2.35
, cf. Alex.Aphr. in SE9.3:—[voice] Pass., metaph.,κατὰ δὲ κηλῖδα.. κέχρωσαι E.Hec. 911
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταχρώννυμι
-
3 καταχρώννῡμι,
κατα-χρώννῡμι, u. κατα-χρώζω, anfärben, anstreichen; beschmutzen
См. также в других словарях:
καταχρώννυμι — και καταχρωννύω και καταχρώζω (AM) χρωματίζω εντελώς, βάφω («καταχρῶσαι τὴν κόμην», Πολυδ.) αρχ. παθ. καταχρώννυμαι κηλιδώνομαι, λερώνομαι («κατὰ δ αἰθάλου κηλῑδα... κέχρωσαι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χρώννυμι «χρωματίζω»] … Dictionary of Greek
καταχρώζω — (AM) άλλος τ. τού καταχρώννυμι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χρώζω «χρωματίζω»] … Dictionary of Greek
συγκαταχρώννυμι — Α χρωματίζω μαζί, βάφω μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταχρώννυμι «χρωματίζω εντελώς, βάφω»] … Dictionary of Greek