Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καταχρώννυμι

См. также в других словарях:

  • καταχρώννυμι — και καταχρωννύω και καταχρώζω (AM) χρωματίζω εντελώς, βάφω («καταχρῶσαι τὴν κόμην», Πολυδ.) αρχ. παθ. καταχρώννυμαι κηλιδώνομαι, λερώνομαι («κατὰ δ αἰθάλου κηλῑδα... κέχρωσαι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χρώννυμι «χρωματίζω»] …   Dictionary of Greek

  • καταχρώζω — (AM) άλλος τ. τού καταχρώννυμι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χρώζω «χρωματίζω»] …   Dictionary of Greek

  • συγκαταχρώννυμι — Α χρωματίζω μαζί, βάφω μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταχρώννυμι «χρωματίζω εντελώς, βάφω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»