-
1 καταχρηστεον
adj. verb. к καταχράομαι См. καταχραομαι
См. также в других словарях:
καταχρηστέον — one must use masc acc sg καταχρηστέον one must use neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 καταχρηστεον
καταχρηστέον — one must use masc acc sg καταχρηστέον one must use neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)