-
1 καταχρειοομαι
быть предметом дурного обращения, влачить жалкое существование
См. также в других словарях:
κατεχρειώσατο — καταχρειόομαι to be ill treated aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηχρειωμένη — καταχρειόομαι to be ill treated perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)