-
1 καταχειροκροτώ
(ε), καταχειροκροτώάω μετ. бурно рукоплескать, аплодировать;καταχειροκροτώοδμαι — быть встреченным бурными аплодисментами
См. также в других словарях:
καταχειροκροτώ — και καταχειροκροτάω καταχειροκρότησα, καταχειροκροτήθηκα, καταχειροκροτημένος, χειροκροτώ κάτι ή κάποιον με ενθουσιασμό: Καταχειροκρότησαν τον πρωθυπουργό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταχειροκροτώ — έω χειροκροτώ κάποιον με μεγάλο ενθουσιασμό, επευφημώ με χειροκροτήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χειροκροτῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στον Μιλτιάδη Χουρμούζη] … Dictionary of Greek
κροτώ — (AM κροτῶ, έω, Α και κορτώ) 1. κάνω κρότο, παράγω ήχο («ὑπερώησαν δέ οἱ ίπποι κείν ὄχεα κροτέοντες», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι ή χτυπώ κάτι με αποτέλεσμα την παραγωγή κρότου («θύρσω κροτῶν γῆν», Ευρ.) νεοελλ. 1. εκπυρσοκροτώ 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ.… … Dictionary of Greek